‘Αρθρα Ομογένεια Παροικιακά Νέα

ΖΕΪΜΠΕΚΗΔΕΣ

Αφιερωμένο στους δύο μου γιούς και στα ελληνόπουλα σαν φόρο τιμής και ελπίδα στο αύριο.

 

Γρηγόρης Ε. Ζεϊμπέκης

Κατάγομαι από μια οικογένεια της Ιωνίας, Σμυρνιοί όλοι οι παππούδες μου, επονομαζόμενοι εδώ και αιώνες ζεϊμπέκηδες, όπως και ελληνικός χορός «Ζεϊμπέκικος». Έτσι όλοι όσοι με γνώριζαν, χαριτολογώντας πάντα με ρωτούσαν το πόσο καλά ήξερα να χορεύω τον συγκεκριμένο χορό. Μα ποιος ήταν τελικά τούτος ο χορός; Αναρωτιόμουν και πως κανείς μπορεί να μάθει να χορεύει ζεϊμπέκικο;

Άρχισα λοιπόν να το ψάχνω, ο Παππούς μου έλεγε με μια φράση… πρώτα έπρεπε να έχω τρίχες γι’ τα καλά να ξυρίσω, και έπειτα η κάθε μέρα πιότερο θα μου δίδασκε να χορεύω στην ζωή. Δεν κατάλαβα την ορμήνια του χρησμού, που δυστυχώς δεν πρόλαβε και να μου τον εξηγήσει. Μήτε ο Πατέρας μου μάλλον εσκεμμένα το έκανε. Έμεινα να «ξευτελίζομαι» στις πίστες καθώς κουνούσα το σώμα μου άσκοπα σκουντώντας τους γύρω μου. Μοντέλο διαφημιζόμενο για όσους νεαρούς ήθελαν να μιμηθούν ένα τύπο μάγκα «ζεϊμπέκη» ξενύχτης, άγριος,  σπάταλος στα σκυλάδικα μαγαζιά, κάπνιζα αρειμανίως μονό και μόνο να ποζάρω στον φακό με τσιγάρο. Έμαθα ότι κάποιος έκανε μεγάλο σαματά για να σύρει μόνος του τον χορό, σχολές χορού διδάσκουν «ζεϊμπέκικο» σε λογικές τιμές, τι σήμαινε πρόσφυγας έλληνας στην Ελλάδα, ναργιλέδες, ντουμάνια, το ρεμπέτικο και το ζεϊμπέκικο, το χορευτή Νουρέγιεφ να επιδεικνύει την μυσταγωγία του χορού, το μινόρε της Αυγής και στο μεράκι έσπαγα πιάτα, παραγγελιές με μπόλικη χαρτούρα, άνθη, και φτηνές σόδες, ορχήστρα δωματίου κλασικής μουσικής δίχως μπουζούκι, «επαγγελματίες σερβιτόρους» που μας παρουσίαζαν σαν γενίτσαρους, εξισλαμισμένους, ότι πατήσαμε την σημαία μας για μια χούφτα δολάρια…, άτακτοι, Βουνήσιοι, απομονωμένοι…

Ύστερα γύρισα σελίδα και πήγα σχολαστικά απέναντι μ’ αυτούς που λέγαν «γιατί» που δεν μάσαγαν τσάμπα κουτόχορτο. Αμφισβήτησα όλα αυτά, γιατί τίποτα δεν μου ήταν στα μέτρα μου. Είπα ΤΕΛΟΣ, ρε, δεν έχει κανένας βλάκας το δικαίωμα να μεταχειρίζεται τις ρίζες, την ιστορία  μας όπως τον βολεύει για να κερδίζει μερικά αργύρια.  Κατάλαβα πως άνθρωπος που δεν ξέρει την ιστορία του είναι ανύπαρκτος και πετραδάκι, πετραδάκι το έκτισα!

 

 

Αρχή o μύθος στην ιστορία μας… κάποτε, λέει, σε μια σπηλιά της Κρήτης έκρυψαν, -για να σωθεί από τον παιδοκτόνο πατέρα του Κρόνο- τον νεογέννητο Δία τον επονομαζόμενο και Ζευς. Όπου εκεί Νύμφες τον φρόντιζαν και οι Κουρήτες «άγρυπνοι φύλακες» του  κάλυπταν με τις ένοπλες ορχήσεις και τον θόρυβο των όπλων τους και των κρουστών οργάνων τους, τα κλάματα του μικρού τότε Δία. Αυτό ήταν ευλογία για το νησί που θα το εκτιμήσει για πάντα. Ότι τους δώρισε θα είναι από εκείνη την στιγμή ιερό.

Δία – Ζευ (ο δίνων – ζωή), Ζέει, Ζειν, ο Ζευς – Ζεϋ, Ζωή, Ζύμη, Ζέα, Ζυμάρι, Ζώμα, ο αριθμός – 7 – Ζευγάς Ζευγάρι και Ζει πούνε το κέντρο η μέση το Ζωνάρι…

Άθροιζα τα κοινά σημεία που ανακάλυπτα,  όλα με οδηγούσαν σε ένα δρόμο, στην διαλεύκανση του κατά κόρον εσκεμμένου ασελγή μυθιστορήματος.  Ό τόπος, ο χρόνος, τα χαρακτηριστικά τα ήθη τα έθιμα, η τεχνολογία, όλα είναι κομμάτια ενός ψηφιδωτού πανέμορφου και καθαρά ελληνικού. Τα πάντα είναι λύσεις προβληματισμών των προγόνων μας. Αυτές είναι δύο ειδών τροφές για το  πνεύμα και το σώμα. Βασική ευλογημένη τροφή είναι το ψωμί, το αλεύρι, τα δημητριακά. Στην Κρήτη φτιάξαμε γρήγορα φούρνους, Ζωντάνια, Ζέστη, Ζέα, Ζυμάρι, Ζευς… κι εργαλεία ειδικά… το Μπέκο ή Μπέικο (πινακωτή) είναι ένα από τα πρώτα μινωικά ξύλινα  σκεύη (σχήμα κρατήρα ή καβούκι χελώνας) ειδικά για το «ανέβασμα» της Ζύμης του ψωμιού ελληνική λέξη που άρπαξαν Βάρβαροι ο ή το               Μπέκος, Baker= αρτοποιός, Ζεϋ = Αρτοζείν, μπουκ, baker.

Μετά φαίνεται ότι σε κάποια κουζίνα παρατηρήθηκε ότι το σκεύος μπέκο ή μπέϊκο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν ηχείο κει έτσι δημιουργήθηκε το «χέλυς» ή «χελώνη» που ήταν η εφαρμογή του σκεύους σε έγχορδο μουσικό όργανο, κοινό με τη λύρα… φτιαγμένο από την κυρτή πλάτη ξύλου που είχε σχήμα κελύφους χελώνας.

Πράγματι το όργανο αυτό και η τεχνική παιξίματος του δείχνουν ότι μπορεί να είναι το εξελιγμένο μουσικό όργανο που ονομάζουμε  σήμερα… μπέκο, οὖς (αυτί) – Ζει. ούτι, ηχείο, κι.

Αυτό το μουσικό όργανο παιζόταν μόνο από τους Ιερείς, πολεμιστές και φύλακες των θείων που έγιναν και οι δεξιοτέχνες οργανοπαίκτες σε ειδικές τελετές και λειτουργίες σε ναούς που λατρεύονταν ο Δίας – Ζευς! Ήχοι απλοί και μελωδικοί γεμάτοι αρμονία, γέμιζαν με κατάνυξη τον χώρο, φέρναν την τελετή και τους τελετουργούς της σε μια άλλη διάσταση. Αναίσθητοι σχεδόν, χώριζαν τα πόδια από το κορμί και εκστασιασμένοι από τους ήχους και το όλο περιβάλλον, με ενόραση, γνώση του απόλυτου… κινούνται δίχως να μετακινούνται, αργές αιωρήσεις, περιστροφικές – αυτοσχέδιες κινήσεις -όπως η γη στο σύμπαν- δείχνουν την ανάγκη τους να μεταφέρουν αρνητικά φορτία, τα χέρια τους ανοίγουν θεόρατα σαν αετοί… σύμβολο του Ζευ, και τα κεφάλια προς τον ουρανό, ικετεύουν τον Θεό να συμπαρασταθεί στους ανθρώπους. Σεβάσμιος μοναχικός τελετουργικός χορός προς τον Ζεϋ με συνοδεία του μουσικού οργάνου Μπέκο. Αυτό το φορτίο που κουβάλαγαν οι ιερείς εκπρόσωποι των πιστών, εξελίχθηκε αργότερα υπό διαφορετικές συνθήκες από τους ίδιους σε προσωπική «εξομολόγηση» τους με αυτόν τον ιερό χορό έκφρασης. Ο χορευτής χορεύει  τα ποιήματα της ζωής του και πρέπει να τον ακούσουν όλοι, αυτό το προσωπικό δράμα σέβονται και δεν επιτρέπεται να διαταραχθεί ο χορευτής σαν κάτι ιερό. Κανένας δεν γελά, δεν τον θαυμάζει για την κατάντια του, δεν τον χειροκροτεί, μόνο τον συμπονάει, και του συμπαραστέκετε. Φυσικά δεν θα ζητήσει κανείς κάτι τέτοιο σε χαρές και πανηγύρια, αλλά σε μικρούς χώρους και μυστικούς  χρόνους.

Οι Ζεϊμπέκηδες ήταν ίσως οι μόνοι εκπρόσωποι του ανδρικού φύλου σε μινωικές θρησκευτικές παραστάσεις. Η ιστορία τους, από την εποχή του χαλκού και φτάνει μέχρι της μέρες μας.

Οι ιερείς φορούν -από την εποχή του χαλκού!- περίτεχνο ειδικό ένδυμα, σχεδιασμένο μακρύ από την Ζει (κέντρο, μέση) κατέληγε με Κρόσσια στις γάμπες (όπως ακόμα και σήμερα τα κρητικά μαντήλια έχουν κρόσσια και συμβολίζουν, τα ίδια όπως και τότε λεβεντιά, περηφάνια, και το πένθος στην ζωή), και δένονταν με Ζωνάρι, όπου Ζώνανε το εγχειρίδιο (μικρό όπλο, λεπίδα) επειδή δεν ξεχνούσαν ότι ήταν μαζί ιερείς αλλά και πολεμιστές προστάτες δαίμονες Θεών και πιστών.

Τα κορμιά γυμνά, ελαίου αλειμμένα.

Το ένδυμα αυτό όμως δεν ήταν κατάλληλο για χορευτές για αυτό και το τροποποιήσανε ανεβάζοντας το μέχρι τους μηρούς πάνω από το γόνατο, καλύπτοντας το καβάλο με το μέσο των δύο πλευρών (μπρος και πίσω) έτσι το ένδυμα έγινε το «Ζει» κέντρο, ο Ζευς, ονομάζονταν από τότε Ζεϋ-μπέκια ή  «ζεϊμπέκια» όπως ακόμα σε περιοχές της Κρήτης ονομάζουν τις Κρητικές  βράκες. (Να προσθέσω… μάταια προσπάθησα να βρω τέτοιο ένδυμα στην Μεσόγειο. Αυτή είναι η ζεϊμπέκικη φορεσιά, που απεικονίζετε σε ευρήματα της Κρήτης τοιχογραφίες, σφραγίδες, και σε αμφορείς… ακριβώς όπως οι φωτογραφίες των Ζεϊμπέκηδων μετά 6.000 χρόνια.

Οι ζεϋμπέκηδες μέλη του ιερατείου μεσολαβούσαν μεταξύ των θεϊκών δυνάμεων και των ανθρώπων, ήταν πρόσωπα με αυξημένο κοινωνικό κύρος, αίγλη, σεβάσμια σε μια χώρα με θεοκρατική εξουσία θα γίνουν η Άρχουσα κοινωνική τάξη με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μέσα στην μινωική κοινωνία θέση που θα διατηρήσουν για πολλούς αιώνες.

Οι ιστορία θα φέρει όμως πολλές αλλαγές που θα τους επηρεάσουν άλλοτε πολύ και άλλοτε λίγο, επειδή οι πρώτοι εισβολείς ήταν οι έλληνες Δωριείς κι έχουν τους ίδιους θεούς στην συνέχεια οι Ρωμαίοι συγγενείς εξ αίματος, οι ελληνιστική περίοδος, μέχρι και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους πριν τον «βίαιο» εκχριστιανισμό του νησιού.

Πολλοί από αυτούς θα διασκορπιστούν σε Ναούς της ηπειρωτικής Ελλάδος ή της Ιωνίας και στα πέρατα της γης για να συνεχίσουν ιερατικό τους έργο όπου μπορούσαν, άλλοι θα ενταχθούν σε άλλες κοινωνικές τάξεις εξουσίας ή θα ιδιωτεύσουν σαν μουσικοί. Οι περισσότεροι εξ αυτών όμως κρατούν τον τίτλο και τα χαρακτηριστικά του ζεϊμπέκη. Με αυτόν τον τρόπο θα επιβιώσουν κρατώντας θέσεις με κύρος και εξουσίας, σεβαστές από τον κόσμο που θα δούμε να συνεχίζουν με τις ίδιες αρχές και ιδέες της ελληνικής πίστης που δεν θα τις απαρνηθούν ποτέ.

Ο χριστιανισμός θα επικρατήσει ενώ η Κρήτη είναι ήδη μια αυτόνομη Βυζαντινή περιφέρεια κατά την πρώτη περίοδο. Θα κατακτηθεί μετά από τους Άραβες- Σαρακινούς και πάλι στην δεύτερη περίοδο Βυζαντινή. Οι βενετοί θα είναι κυρίαρχοι στην συνέχεια μέχρι να πέσει στα χέρια της  Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μέχρι την ένωση της με την μητέρα Ελλάδα.

Στους χρόνους όμως της σκληρής οθωμανοκρατίας η ζεϊμπέκηδες σαν ομάδα εξουσίας και επιρροής που έχει εισχωρήσει στα παλάτια σαν οργανοπαίχτες και χορευτές και πρόσωπα επιρροής προς τα κέντρα εξουσίας στον μικρό νησιωτικό χώρο, θα εκμεταλλευτούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την δύναμη τους για το καλό της απελευθέρωσης ή για ανιδιοτελή βοήθεια στους σκλαβωμένους συμπατριώτες κάτι όμως που θα τους φέρει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον κατακτητή που θα λάβει άμεσα μέτρα εναντίον τους.

Πολλοί εξ αυτών θα βγουν επικηρυγμένοι στα βουνά και θα δημιουργήσουν αντάρτικά σώματα που θα δράσουν χρόνια στα Κρητικά βουνά. Άλλοι θα  εξοριστούν σε πολλά οθωμανοκρατούμενα κέντρα της Ιωνίας της Θράκης… στην προσπάθεια των αρχών της αποδυνάμωσης της δύναμης τους, και της απαλλαγής της Κρήτης από αυτούς. Πάλι όμως αποκτούν θέσεις και αξιώματα στα παλάτια των εκεί Οθωμανών και γρήγορα θα γίνουν ανεκτίμητοι συνεργάτες τους. Η δράση τους όμως άφοβα -στις περισσότερες των περιπτώσεων-  θα συνεχιστεί και πάλι, διότι ζεϊμπέκης είναι ένας τίτλος, με κοινωνική ταυτότητα όπου κι αν βρεθεί. Είναι κάτι εσωτερικό που χαρακτηρίζει την καρδιά και την ψυχή του ανθρώπου. Αλλά πάλι με σχέδιο -αυτήν την φορά- ολικής εξολόθρευσης και μαζικού αφανισμού τους, επιστρατεύονται σαν απλοί στρατιώτες ή  αστυνόμοι σε παραμεθόριες  οθωμανικές μονάδες. Πια όμως μπορεί να είναι η συμπεριφορά ενός άρχοντα, ενός καλλιτέχνη ενός ιερέα μουσικού, ενός αρχηγού όταν υποβιβάζετε σε στρατιώτη. Αυτή είναι η αναρχία, οι άτακτοι στρατιώτες, οι ατίθασοι και αντιδραστικοί.  Πολλοί θα κάνουν πάλι αντάρτικα σώματα στα βουνά και θα καταντήσουν ο τρόμος και ο φόβος των κατακτητών. Αλλά ο σκοπός θα πετύχει και σε λίγο όλοι οι ζεϊμπέκηδες θα έχουν χαθεί από τα κέντρα εξουσίας και θα έχουν απομονωθεί. Αυτή θα είναι και η στιγμή που εκμεταλλευτούν κάποιοι για να διαστρεβλώσουν την ιστορία, με το αζημίωτο φυσικά.

Εγώ όμως καταγράφω μερικά θετικά διάσπαρτα σχόλια για τους ζεϊμπέκηδες, επειδή τα νοιώθω πιότερο κοντινά στην φύση μου ή καθώς πλέον έχουμε ξεκαθαρίσει τις ρίζες τους και τα χαρακτηριστικά τους.

Ζεϊμπέκηδες είναι οι έλληνες με οπουδήποτε πατρώνυμο, που έχουν τις πατροπαράδοτες αξίες αναλλοίωτες. Ζεϊμπέκηδες είμαστε όλοι οι εξεγερμένοι ενάντια στους κατακτητές των ανθρώπων, αυτοί που πράττουν πράξεις μεγαλοψυχίας και ευθυδικίας, ο ζεϊμπέκης είναι ο Έλληνας που δεν έχει μνήμα, επειδή ζει μέσα σε αυτό απ’ γεννησιμιού του, λόγο της ριψοκίνδυνης ζωής που του επιβάλλεται σαν κληρονομιά για να επιβίωση, φύλακας του μεγαλύτερου διαυγή διαμαντιού του κόσμου που όλοι οι τυχοδιώκτες προσπαθούν να αρπάξουν. Ζεϊμπέκηδες είναι άτομα γεμάτα αλτρουισμό, που αξιοποιούν της νοηματικές ικανότητες, ειλικρινή, έμπιστα. Δίκαιοι, ιδεολόγοι επαναστάτες, γράφουν για τους ζεϊμπέκηδες ότι απέδιδαν λαϊκή δικαιοσύνη. Τιμωρούσαν κακούς εμπόρους που πουλούσαν ακριβότερα, τους Μπακάληδες που έκλεβαν στο ζύγι…. Και ότι άλλο παραβατικό καταγγέλλονταν ή έπεφτε στην αντίληψη τους , δίνοντας μαθήματα καλής συμπεριφοράς στους άρχοντές. Ακόμα επισκεύαζαν μέχρι και κρήνες των χωριών, άνοιγαν πηγάδια, βοηθούσαν τους φτωχούς με χρήματα. Υποχρέωναν τους πλούσιους να ενισχύσουν την προίκα των φτωχών κοριτσιών, προστάτευαν τις χήρες και τα ορφανά. Συγκρίνετε συμπεριφορές με τους Κρητικούς και τότε θα καταλάβετε τι πραγματικά εννοώ.

Αυτή είναι η γιορτή των ζεϊμπέκηδων που γράφει κι ο Α. Καλδάρας στους στοίχους του.

Μες το μαχαλά πέφτει κουμπουριά
οι Ζεϊμπέκηδες χορεύουν στου Δελή Θρακιά
Πίνουνε ρακί τρώνε παστουρμά
και χτυπάνε τα ποδάρια με τα γεμενιά
Παλληκάρια ένα κι ένα με σαλβάρια κεντημένα
και χρυσά κουμπιά
Έχουν τα σπαθιά στα χέρια και στο στόμα τα μαχαίρια
Γεια σας ρε παιδιά!
Καίγεται ο ντουνιάς σπάει ο ταμπουράς
σπάει απ’ το σεβντά του κι ο Ντελή Θρακιάς
Κράτα, ρε καρδιά λένε τα παιδιά
ώσπου να λεφτερωθούμε άπ’ τον Κεχαγιά.

Τώρα νομίζω ότι έμαθα να χορεύω ζεϊμπέκικο, στην ανάγκη να εκφραστώ και να βγάλω έξω την «ήττα» της ζωής μου, όχι όμως σαν αδυναμία αλλά συγνώμη, κάλεσμα βοήθειας και αλληλεγγύης, βάση να πατήσω  και να γίνω καλύτερος.

Ευχαριστώ τον θεό που με έκανε Ζεϊμπέκη, Παπαδόπουλο, Γεωργιάδη… που με έκανε Έλληνα.

Ταπεινά

Γρηγόρης Ε. Ζεϊμπέκης

Αφήστε μια απάντηση