Συνεντεύξεις Τέχνες και Εικαστικά

Αντώνης Κιούκας: συνέντευξη με την «ΨΥΧΗ» του Cine Μanto

Γιατί αποφασίσατε να επενδύσετε ένα μεγάλο μέρος της ζωής σας στο Cine Μanto;

–  Κατ αρχήν, όλη μου τη ζωή, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ασχολούμαι με το σινεμά,  με διάφορους τρόπους, αναλαμβάνοντας διάφορους ρόλους κάθε φορά: του θεατή, του σινεφίλ, του κριτικού, του εμψυχωτή κινηματογραφικών λεσχών, του σταυροφόρου, του δασκάλου, του προγραμματιστή, του παραγωγού, του σεναριογράφου, του διευθυντή φωτογραφίας, του μοντέρ, του ηθοποιού, του σκηνοθέτη. Ποτέ όμως δεν είχα παίξει τον ρόλο του αιθουσάρχη ή όπως πιο κεφάτα ακούγεται, του σινεματζή. Ε, ήρθε η στιγμή να δοκιμάσω κι αυτό τον ρόλο .

Δεύτερος λόγος είναι το γεγονός ότι πιστεύω πως υπάρχουμε μόνο μέσα από τους άλλους, ή και να μην είναι έτσι η αυθυπαρξία δεν με αφορά. Η έννοια του να μοιράζεσαι, να μοιράζεσαι αισθήσεις, συναισθήματα, πάθη, φόβους, όνειρα, το καλό και το κακό κι ακόμα να μοιράζεις ρόλους φτιάχνοντας μία ταινία, να συμμετέχεις στο θέαμα και να το μοιράζεσαι με άλλους. Κάτι σαν την θεία λειτουργία είναι η ζωή, δεν φτάνει ο παπάς, προϋπόθεση είναι κι ο πιστός.  “Ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμένη” που λέει και το τραγούδι,

 

Ποιοι πιστεύετε ότι είναι οι λόγοι που το Cine Μanto συμπεριλήφθηκε στα τέλη Ιουνίου του 2014 στα έξι καλύτερα σινεμά του κόσμου από την εφημερίδα «The Independent», ενώ πέρσυ η εφημερίδα «The Guardian» τον συμπεριέλαβε στο 10 καλύτερα πράγματα που έχει κανείς να κάνει στην Ελλάδα;

– Γιατί το θερινό σινεμά είναι ένα αφήγημα του ελληνικού καλοκαιριού ανεπανάληπτο και μοναδικό, ένα ελληνικό USP, Unique Selling Point, που λένε και στο χωριό μου. Και το Cine Μanto είναι ένα μυκονιάτικο USP, χωρίς ανταγωνισμό και χωρίς σύγκριση με ο,τιδήποτε άλλο στην Μύκονο. Είναι “σαν τη μύγα μες το γάλα” στο illustration περιβάλλον του νησιού, ένα περιβάλλον που μπορεί να ‘χει όλα τα καλά του κόσμου αλλά διαθέτει ελάχιστα πράγματα που να θυμίζουν τέχνη και πολιτισμό. Και έπειτα γιατί το Cine Μanto, δεν μακιγιάρεται, είναι απλό και απέριττο, δεν είναι και δεν μιμείται τη μόδα, δημιουργεί μόδα. Γι αυτό και το δισέλιδο αφιέρωμα του «Monocle», του περιοδικού που δημιουργεί τα παγκόσμια trends στις διεθνείς υποθέσεις, τις επιχειρήσεις, τον πολιτισμό, το design και τη μόδα, το καλοκαίρι του 2014.

 

Ποιοι είναι περισσότερο σινεφίλ στη Μύκονο οι Έλληνες ή οι ξένοι;

– Ο όρος σινεφίλ δεν υφίσταται με την κυριολεξία του όρου, στο νησί. Ωστόσο αν εννοείτε ποιοί έρχονται κυρίως στις προβολές, μπορώ να σας πω ότι είναι Έλληνες που επιθυμούν να περάσουν μια βραδιά “αλλιώς” στην Μύκονο ασχέτως με ποια ταινία προβάλλεται, τουρίστες για να βιώσουν την μοναδική εμπειρία για αυτούς εμπειρία μιας κινηματογραφικής προβολής κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό και παιδιά επειδή παραμυθιάζονται με όλα, ευτυχώς! Πάντως από το 2011 που το αναλάβαμε έχουμε διπλασιάσει την προσέλευση των τουριστών, προσφέροντάς τους μία ακόμα αξέχαστη ελληνική εμπειρία. Παντρέψαμε δηλαδή συνειδητά το σινεμά με το τουριστικό προϊόν.

 

Οι ξένοι τι σας λένε;  

– Οι  περισσότεροι μένουν με το στόμα ανοικτό.  Δεν έχουν ξαναδεί θερινό σινεμά στη ζωή τους, είναι σαν ένα ντεκόρ παραμυθιού, θέαμα μέσα στο θέαμα, πρωτόγνωρη απόλαυση, νομίζουν ότι είναι το σκηνικό μιας ταινίας. Και εκείνοι από τους ξένους, που έχουν ξαναπάει σε θερινό κινηματογράφο, το εκτιμάνε ακόμα περισσότερο γιατί, κανένα μα κανένα θερινό στον κόσμο δεν είναι σαν το Cine Manto Mykonos. Και έρχονται ξανά και ξανά γιατί, όπως η Μύκονος είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο μέρος στον κόσμο, έτσι και το Cine Manto είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο μέρος στην Μύκονο.

 

Πήρατε έναν δημοτικό κινηματογράφο και καταφέρατε να δημιουργήσετε ένα νέο σημείο συνάντησης στη Μύκονο. Που πιστεύετε ότι οφείλεται η επιτυχία; 

Τέσσερις νομίζω είναι οι λόγοι της επιτυχίας:

Πρώτον, η ανάδειξη και προβολή του ίδιου του κήπου μέσα στον οποίο βρίσκεται το Cine Manto. Ο κήπος του Cine Manto είναι μια εντελώς αναπάντεχη εικόνα για την Μύκονο, ένα μυστικό καταφύγιο, ένα μικρό κομμάτι παραδείσου κρυμμένο στην καρδιά της Χώρας της Μυκόνου. Ένας μοναδικός, τεράστιος κήπος προστατευμένος από τους ανέμους, πάντα δροσερός, πνιγμένος στα δέντρα και τους μεγαλύτερους -ίσως- κάκτους στον κόσμο, που ανθοφορούν για μία μόνο νύχτα,

Δεύτερον: το Cine Manto αποτελεί μία αναφορά τέχνης και πολιτισμού. Ακόμα κι αν κάποιος έρχεται απλώς για να δει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας και να φάει ένα σουβλάκι (άλλος ένας λόγος για τον οποίο φημίζεται το Cine Manto) όλο αυτό συμβαίνει σε ένα περιβάλλον που αποπνέει πολιτισμό με την βαθειά έννοια του όρου.

Τρίτον: ξέρουμε τη δουλειά μας. Εχουμε  βαθειά γνώση και μακρόχρονη εμπειρία στη δημιουργία και διαχείριση της τέχνης, του πολιτισμού και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Και αυτό όσο κι αν σας φαίνεται κοινότοπο δεν είναι. Χρειάζεται μια ειδική και εξειδικευμένη γνώση η ενασχόληση με τον πολιτισμό. Ξέρετε εδώ στην Ελλάδα ο καθένας θεωρεί εαυτόν επαρκή να έχει γνώμη για τα ζητήματα της τέχνης  και ικανό να διαχειριστεί τα ζητήματα του πολιτισμού. Δεν κάνει όμως το ίδιο σε ιατρικά ας πούμε ή σε νομικά ζητήματα.

Και τρίτον: το Cine Manto δεν είναι μια προσωπική υπόθεση. Είναι η ομαδική δουλειά 3 ανθρώπων. Eκτός από την αφεντιά μου υπεύθυνοι για αυτό που είναι σήμερα το Cine Manto είναι η Θάλεια Καλαφατά που διευθύνει τον κινηματογράφο και ο Δημήτρης Κιούκας που διευθύνει το café.

 

Καταφέρατε να παντρέψετε την αγαπημένη σας δουλειά με τον αγαπημένο σας τόπο, τον τόπο καταγωγής σας τη Μύκονο. Είστε ευτυχισμένος που το καταφέρατε; Και ποιο είναι το επόμενο βήμα σας;

– Μόλις ξέσπασε η κρίση είπα κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι να γυρίσω στο χωριό μου και να προσπαθήσω να κάνω τη δουλειά που ξέρω. Δεν λες καλά που το χωριό μου το λένε Μύκονο. Ε γύρισα λοιπόν εδώ μετά από 50 χρόνια. Κι όπως λέει ένας στίχος του Μπέρτολτ Μπρέχτ: ” Καθένας που γυρνά στον τόπο του δεν είναι νικητής, αλλά κανένας δεν είναι νικητής αν δεν γυρνά στον τόπο του”. Το να έχεις ρίζες, το να νιώθεις ότι προέρχεσαι από κάπου κι ότι ανήκεις κάπου, είναι ίσως η πιο σημαντική και η πιο παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής. Και ναι, ευτυχώς ή δυστυχώς, πετύχαμε.

Σημαντική θεωρώ και την ενασχόλησή μας με την Δήλο. Η Δήλος  ιστορικά, αρχαιολογικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, θεωρητικά, ποιητικά, οικονομικά αποτελεί ένα μοναδικό εγχείρημα στην ανθρώπινη ιστορία. Προσπαθήσαμε να συμβάλουμε με τις μικρές μας δυνάμεις όσο μπορούσαμε στη διεθνή προβολή και την διαφήμιση αυτού του συγκλονιστικού τόπου, του μεγαλύτερου αρχαιολογικού στην Ευρώπη. Διοργανώσαμε δύο μουσικές βραδιές στην Δήλο, με τους Δημήτρης Παπαδημητρίου – Φωτεινή Δάρρα το 2015, και με την Ελευθερία Αρβανιτάκη το 2016, σκηνοθέτησα ένα ντοκιμαντέρ για την Δήλο στο πλαίσιο μιας πρωτοβουλίας ομάδας πολιτών της Μυκόνου,  με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Χωραφά που κέρδισε και 3 διεθνή βραβεία. Εδώ δυστυχώς, στην ενασχόλησή μας με την Δήλο, αποτύχαμε. Οι επισκέπτες της Δήλου το 2016 μειώθηκαν κατά 30% σε σχέση με το 2015!!! Η Μύκονος έχει στρέψει την πλάτη της στην Δήλο, όπως και σε κάθε τι που έχει να κάνει με την τέχνη και τον πολιτισμό, είτε αφορά στην πολιτιστική κληρονομιά είτε στο σύγχρονο πρόσωπό του. Μία ακόμα ένδειξη αυτού του γεγονότος οι 150 θεατές της φετινής συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου στην Δήλο. Ντροπή μας. Και οι εξαιρέσεις που υπάρχουν, γιατί υπάρχουν κι αυτές φυσικά, όπως πάντα, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

 

Κάθε χρόνο δημιουργείτε ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο σε μια  φυσιογνωμία του νησιού, το οποίο κάνει πρεμιέρα στο Cine Μαντώ. Φέτος σε ποιο πρόσωπο θα είναι αφιερωμένο το ντοκιμαντέρ;

–  Παράλληλα με το Cine Manto σκηνοθετώ και παράγω κάθε χρόνο μία ταινία για ένα πρόσωπο του νησιού, από αυτά που δεν θα τα συμπεριλάβει η επίσημη ιστορία στις σελίδες της αλλά που με ένα μυστικό τρόπο και χωρίς πρόθεση έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την πορεία αυτού του τόπου. Χαίρομαι που καταφέρνω να ξεδιπλώνω μικρές πτυχές καθημερινών ανθρώπων, που έζησαν σε αυτόν τον τόπο, και έβαλαν ο καθένας από αυτούς, εν αγνοία του ένα λιθαράκι στην μεγάλη Ιστορία της Μυκόνου. Κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων που επιλέγω είναι  γιατί αυτό που έκαναν το έκαναν κυρίως από  αγάπη και από περίσσευμα ψυχής που διέθετε ο καθένας τους, κι

 

To 2014 «ΚΑΛΛΙΟΠΗ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΜΥΚΟΝΟΥ» η πρώτη και επί 40 σχεδόν χρόνια βιβλιοθηκάριος, το «κρυφό σχολειό” της Μυκόνου, το 2015 «ΒΙΕΝΟΥΛΑ’s ENGLISH SPOKEN»,  η πρώτη Μυκονιάτισσα που μιλούσε αγγλικά και διέδωσε το μυκονιάτικο υφαντό, το 2016 «ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ, Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ», ο 98χρονος εν ζωή ιερέας, σύμβολο της αγάπης, της αποδοχής και της ανθρωπιάς. Από τα λίγα πράγματα που έχω ζηλέψει στην ζωή μου είναι η σκηνή που έζησα στο Cine Manto το βράδυ της προβολής της ταινίας για τον Παπα-Γιώρη, στις 9 Οκτωβρίου 2016. Σχεδόν όλο το νησί παρευρέθηκε και αφού είδαν την ταινία ένας-ένας πέρασαν από μπροστά του, και χαιρέτησαν, φίλησαν και προσκύνησαν τον παπά της καρδιάς τους. Είμαι σίγουρος ότι εγώ δεν θα αξιωθώ μιας τέτοιας τύχης, προφανώς γιατί δεν έζησα με τον ίδιο τρόπο.

Και ενώ κάθε χρονιά αποφάσιζα και επέλεγα ο ίδιος το πρόσωπο που θα παρουσίαζα στο Cine Μanto και στους Μυκονιάτες, ως αντίδωρο για τη συμμετοχή μου σε αυτή την κοινωνία, ήρθε ο Δήμος και μου πρότειναν μια ταινία για ένα πρόσωπο, εγώ το πήρα τοις μετρητοίς κι ακόμα περιμένω να μου πουν. Δυστυχώς αφέθηκα για πρώτη φορά στην πρωτοβουλία των άλλων, και μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Έτσι ταινία δεν θα χουμε φέτος. Ζητώ συγνώμη. Μαθαίνω όμως.  Ελπίζω του χρόνου να χουμε 2 ταινίες, η μία θα ναι σίγουρα για τον μεγάλο μας Μυκονιάτη ποιητή και λογοτέχνη τον Παναγιώτη Κουσαθανά.

 

Τι σας λείπει από τη Μύκονο των παιδικών σας χρόνων ?

– Δεν μου λείπει απολύτως τίποτα, ούτε από την Μύκονο, ούτε από την παιδική μου ηλικία. Εδώ δεν προλαβαίνω να ζήσω και να χορτάσω αυτό που μου συμβαίνει κάθε στιγμή, που χρόνος για νοσταλγίες. Κι όπως έλεγε ο καλύτερος μου φίλος που δεν ζει πια, ο Χρήστος Βακαλόπουλος: “Το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μας συμβεί είναι αυτό που μας συμβαίνει κάθε στιγμή, γιατί ο,τιδήποτε άλλο δεν υπάρχει καν”

 

Tι θα θέλατε να αλλάξετε στο νησί?

– Τίποτα δεν θα ήθελα να αλλάξω. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει στους ανθρώπους πως πρέπει να ζούνε. Ο καθένας μας με τον τρόπο που ζει και πορεύεται, δηλώνει ποιος είναι,  τα λόγια τρέχουν και χάνονται, αυτό που πράττεις κι αφήνεις πίσω σου μιλάει, εν τέλει, γι αυτά που πρεσβεύεις. Κι αν εμένα μου λείπει η ομορφιά, κι αν βρίσκω την Μύκονο λίγο πιο ασχημούλα, ποιός με ρωτάει. Όλοι γνωρίζουμε κι όλοι ζυγίζουμε τι θα πάρουμε και τι θα αφήσουμε. Όλοι ξέρουμε πολύ καλά κάθε στιγμή τι θα κερδίσουμε και τι θα χάσουμε. Και οι Μυκονιάτες έχουν αποφασίσει για το τι θέλουν να κερδίσουν, και φαίνεται ότι είναι αποφασισμένοι να πληρώσουν το αντίτιμο. Και επειδή όπως λέει το τραγουδάκι “όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν” ας κλείσουμε  με  μια πρόσφατη ανακοίνωσή  του Δήμου Μυκόνου: «μικροί και μεγάλοι, ιερείς και λαϊκοί να βλέπουσιν πως το νησίν της Μυκόνου είναι χαλασμένο και πάει στο χειρότερο απ΄ όλα τα νησιά». Κοινό των Μυκονίων, 26 Οκτωβρίου του 1647. 

 

Σας ευχαριστούμε πολύ !!!!

Αφήστε μια απάντηση