Georg Gstrein Νέα Ομογένεια

Έφυγε ο Ομογενής Αιγυπτιώτης της Φωκίωνος Νέγρη ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑΣ-PAEZANO

 

Μάρω Μπουρδάκου

 

Έγινε γνωστό  πως στις 12-7-22, “έφυγε” από τη ζωή ο αγαπημένος Νίκος Χατζηκώστας Nikos Paezano Chatzikostas ο άνθρωπος που άφησε το στίγμα του στη νυχτερινή Αθήνα των 80’s και των 90’s.

Από το μαγαζί του, στη Φωκίωνος, την περίφημη after πιτσαρία του Paezano, πέρασαν προσωπικότητες της εποχής. Ανάμεσα στην πυκνή διακοσμητική βλάστηση της μαξιμαλιστικής μεταμεσονύκτιας πιτσαρίας, σύχναζαν επιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, λογής λογής περσόνες των 80s και των 90s.

Χαρακτηριστική φιγούρα της Φωκίωνος. Κυκλοφορούσε μια μία μαϊμού στον ώμο. Ή καλύτερα με έξι μαϊμούδες. Τόσες πέρασαν από τους ογκώδεις ώμους του Νίκου Paezano Xατζηκώστα. Ο Paezano ήταν εκείνος που έφερε κροκόδειλους στη Φωκίωνος Νέγρη και μάλιστα πολλά παιδιά της εποχής έτρεχαν στο μαγαζί του περιμένοντας να δουν τους κροκόδειλους ή τη μαϊμού που αναπαυόταν σε κάποιον από τους δύο ώμους του. Η ευτραφής φιγούρα του Paezano έγινε γνωστή πέρα από τα συνοικιακά σύνορα της Κυψέλης. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη την Αθήνα, νυχτερινή και μη, των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Όντας εκκεντρικός και πληθωρικός όπως και το μαγαζί που έφτιαξε στην παλιά σπαγγετερία του πατέρα του στη Φωκίωνος Νέγρη και το ονόμασε Paezano, τράβηξε πολλές φορές την προσοχή.

Το επιδίωκε κιόλας και είχε τον τρόπο να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πάνω του. Κάποτε σε μία από τις πολλές επισκέψεις του στα δικαστήρια, εμφανίστηκε στα δικαστήρια, ντυμένος βρικόλακας. Άλλη φορά έκανε φωτομοντάζ σε μία φωτογραφία του και την έστειλε στις εφημερίδες. Στη φωτογραφία ο Paezano εμφανιζόταν φλεγόμενος και ο Τύπος της εποχής έκανε λόγο για αυτοκτονία.

«Ο πατέρας μου είχε μαγαζί στην Κυψέλη που λεγόταν Spaghetteria. Εκεί έφτιαξα το Paezano. Διοργάνωνα σόου με φωτιές, κελεμπίες κι άλλες τέτοιες ιστορίες», λέει ο πάντα πληθωρικός Paezano στο newsbeast.gr. «To μαγαζί ξεκίνησε το ‘77. Προηγήθηκε όμως μία ακόμα μεγαλύτερη ιστορία μου την εποχή που ζούσα στην Αίγυπτο. Προερχόμουν από μία οικογένεια πλουσίων, η οποία ξεκίνησε από τις Αρχάνες Ηρακλείου και αργότερα μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια. Ο παππούς μου δημιούργησε επιχειρήσεις στην Αίγυπτο. Κάποια δεδομένη στιγμή, το κωλόπαιδο ο Παεζάνο -εγώ δηλαδή- την κοπάνησε με μια βαλίτσα στο χέρι. Πέρασα από διάφορα στάδια. Ένα φεγγάρι έκαναν διερμηνέας του Ιμπν Σαούντ, όταν ήρθε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘60. Μετά βέβαια γνώρισα τους γιους του και τρέχαμε παρέα σε διάφορα κέντρα διασκέδασης. Είχαμε μάλιστα κλεισμένη μία σουίτα στο Hilton της Αθήνας και κάθε βράδυ διασκεδάζαμε παρέα στο Galaxy. Κάποια στιγμή σοβάρεψαν τα πράγματα, με μάζεψε ο πατέρας μου και μου έκρυψε και τη Mercedes που κυκλοφορούσα τότε». «Λίγο μετά γνώρισα μία Ελληνοαμερικανίδα κι έμεινα 49 χρόνια μαζί της. Με την ίδια γυναίκα ζω έως και σήμερα. Ακολούθησε η επταετία, με μάζεψαν και με πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Εν τω μεταξύ ο θείος μου ήταν χουντικός και μόλις με είδε με προειδοποίησε: «Μην σε ξαναδώ εδώ!». Μετά με άφησε ελεύθερο».

Το μαγαζί του γνώρισε δόξες την εποχή που βρισκόταν ακόμα σε ισχύ ο νόμος περί ενέργειας. Το νομοθέτημα απαγόρευε στους μαγαζάτορες να κρατούν ανοιχτά τα καταστήματά τους, καίγοντας ρεύμα μετά τις 2 το βράδυ. Σε αντίποινα κατέβασε το γενικό και το λειτουργούσε με κεριά. «Ήταν η εποχή που χορεύαμε στους ρυθμούς της τρέλας. Βγάζαμε στο μαγαζί μακαρόνια που έπαιρναν φωτιά και περπατούσε ο σερβιτόρος με την πιατέλα στο χέρι, μεταφέροντάς τα μέσα στη σάλα. Δημιουργούσαμε εφέ για να κάνουμε εντύπωση», λέει ο Paezano. «Όλοι οι καλλιτέχνες και οι δημοσιογράφοι της εποχής έρχονταν σ’ εμένα και γινόταν παιχνίδι και τζερτζελές. Οι δημοσιογράφοι έκλειναν το φύλλο στις εφημερίδες και στη συνέχεια επισκέπτονταν το Paezano. Ήταν σαν τη γιάφκα τους. Έλεγαν τα νέα της ημέρας, διασκέδαζαν. Έρχονταν ο Φυντανίδης, ο Ρίζος, ο Φρέντυ Γερμανός, ο Απέργης και πολλοί ακόμα…».

Αλλά και αρκετοί πολιτικοί. Μεταξύ αυτών ήταν ο Γιώργος ο Παπανδρέου, ο αδερφός του Ανδρέα, που ίδρυσε την Ένωση Κεντρώων με τον Βασίλη Λεβέντη. «Ο Παπανδρέου είχε τρέλα με τη SevenUp. Αυτός βέβαια δεν έπινε ένα μπουκάλι SevenUp, χρειαζόταν ολόκληρο το καφάσι στη διάρκεια της βραδιάς. Μάλιστα ήταν η εποχή του καναλιού 67, όταν ο Βασίλης έκανε ακόμα εκπομπές. Ερχόταν θυμάμαι στο μαγαζί και τον ενισχύαμε οικονομικά για το κόμμα. Πολλές φορές μάλιστα παίρναμε τα βράδια τηλέφωνο την ώρα που έκανε εκπομπή και του κάναμε καζούρα», αφηγείται τα καθέκαστα της εποχής ο Paezano

Για πολλά από τα καμώματά του τον έσυραν στα δικαστήρια. Το κτίριο της Σανταρόζα είχε πάντοτε μια θέση για ‘κείνον. Κι όλες τις φορές αθωωνόταν. «Είχα μαζί μου πάντα από μία μαϊμού που καθόταν στους ώμους μου. Σε μία από αυτές τις εμφανίσεις έλυσα τη μαϊμού μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου και έγινε χαμός! Άρχισαν όλοι να την κυνηγάνε! Εκείνη έπιανε τα δικόγραφα στα χέρια και τα πετούσε στον αέρα! Προσπάθησε να την πιάσει η αστυνομία. Τελικά εκείνη έφτασε στην ταράτσα του κτιρίου. Της φώναζα να κατέβει, τίποτα εκείνη! Τελικά ήρθε η πυροσβεστική. Τους ζήτησα να μου φέρουν μια μπανάνα. Έτσι καταφέραμε να την πιάσουμε». Κυκλοφορούσε με γούνα – παλτό τις ψυχρές νύχτες του χειμώνα. Πρόλαβε τη Φωκίωνος όταν ακόμα ήταν δρόμος. Έζησε το Select, όταν μαζεύονταν κυρίως ηθοποιοί και καλλιτέχνες και συζητούσαν τα δικά τους. «Συχνά μάζευαν κανέναν από την παρέα και τον πετούσαν στο σιντριβάνι»

«Πιο πάνω υπήρχε ένα ακόμα στέκι της Φωκίωνος, το Oriental. Εκεί μαζεύονταν οι πιο σοβαροί. Ζούσαν πολλοί ηθοποιοί στα πέριξ. Τα Εξάρχεια και ιδίως η Μαυροματαίων, αλλά και η Φωκίωνος, ήταν οι γειτονιές των καλλιτεχνών. Ζούσε το αφάν γκατέ της εποχής. Γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Όχι όπως σήμερα που ο ένας δεν γνωρίζει τον άλλο στην Αθήνα. Ο καθένας είχε το αυτοκίνητό του και γυρίζαμε στα στέκια. Μία μεγάλη παρέα γύρω στα 3.000 άτομα. Τα ξημερώματα περνούσαμε και από το Βυζάντιο στο Κολωνάκι , ένα ακόμα από τα στέκια μας. Ήταν κι ένας γιατρός -δε θυμάμαι το όνομά του τώρα- ο οποίος έπαιρνε ταξί και γύριζε γύρω γύρω την πλατεία και γινόταν. Η Αθήνα δεν είχε και πολλά μαγαζιά την εποχή εκείνη. Δυο τρεις περιοχές, 4-5 μαγαζιά και τα υπόλοιπα ήταν σκυλάδικα στην Εθνική». έλεγε ο Paezano.

«Κάποια στιγμή έφερα κροκόδειλους. Δύο μαζί για να έχουν παρέα ο ένας τον άλλο. Κι έγιναν κι εκείνοι ατραξιόν της εποχής. Κατάφερα να ξεγελάσω τους τελωνειακούς όταν τους έφερα στο ανατολικό αεροδρόμιο. Με ρωτούσαν μάλιστα τι είχα μέσα στο κουτί που κουβαλούσα από την αραπιά. Αρχικά ισχυρίστηκα ότι είχα παπούτσια και είχα ανοίξει τρύπες στο κουτί για να παίρνουν αέρα. Με έλεγξαν εάν κουβαλούσα ηλεκτρονικά από το εξωτερικό. Τους είπα ότι είχα κροκόδειλους. «Άντε φύγε ρε από ‘δω, βλάκα!», είπε ο ένας από τους τελωνιακούς, με έδιωξε, κι έτσι πέρασα τον έλεγχο”

.Από τη συνήθεια του πολιτικού στερεώματος να προσεγγίζει δημοφιλείς -κατά καιρούς περσόνες- δεν ξέφυγε ούτε ο Paezano. Έτσι γνώρισε τον Αβέρωφ… «Θυμάμαι τον Αβέρωφ μαζί με το Στεφανόπουλο. Τους είχα γνωρίσει την ίδια περίοδο. Μου είχε κάνει πρόταση να κατέβω στις εκλογές. Κι εγώ του απάντησα ότι δεν ανήκω παρά μόνο στον εαυτό μου. Του πρότεινα αν ήθελε μόνο να κατέβω ως συνεργαζόμενος, όπως κι έγινε. Για το Στεφανόπουλο ήταν τότε μία δύσκολη περίοδος της ζωής του, καθότι μόλις είχε χάσει τη γυναίκα του από καρκίνο».

Ξεχωρίζοντας πρόσωπα που γνώρισε, αναφέρεται στο Βέγγο και στον Ηλιόπουλο. Ο πρώτος αεικίνητος. Ο δεύτερος αρκετά πιο ήπιος και συντηρητικός στις εκδηλώσεις του. «Ο Βέγγος ήταν πάντοτε στην τσίτα. Όπως ακριβώς ήταν στις ταινίες, έτσι ήταν και στη ζωή του. Έτρεχε πάνω-κάτω, ασυγκράτητος. Ένα φαινόμενο ανθρώπου. Ψυχούλα όμως ήταν και ο Ηλιόπουλος. Καθόταν σε μια γωνιά του μαγαζιού, δεν ενοχλούσε κανέναν. Αλλά και ο Διονυσίου ερχόταν μετά το κέντρο που τραγουδούσε σ’ εμένα».

Την περίοδο δόξας, ακολούθησε η περίοδος συνειδητοποίησης για τον Paezano. Τα μάζεψε κι έφυγε για την Κρήτη. «Κάποια στιγμή η Φωκίωνος άρχισε να αλλάζει. Άρχισε να γυρίζει περισσότερο στα καφέ. Έτσι για ένα διάστημα έκανα κι εγώ καφέ το μισό μου μαγαζί. Ήταν εξωτικό, με φοίνικες, μαξιμαλιστικό. Ήταν η στιγμή που έπρεπε να αποφασίσω εάν θα πήγαινα στην πλατεία Αβησσυνίας που γινόταν τότε το στέκι της εποχής. Τελικά βρέθηκε κάποιος το 1996, μου έδωσε πολλά λεφτά, και το πούλησα. Στενοχωρήθηκα πολύ είναι αλήθεια. Είχα πάρει όμως τις αποφάσεις μου». «Εξάλλου είχα ακίνητη περιουσία στην Κρήτη, κι έτσι εγκαταστάθηκα στην Κρήτη μαζί με τους δύο γιους μου. Με γνωριμίες τους έφερα κι έκαναν τη θητεία τους εδώ. Άνοιξα για τέσσερα χρόνια κι ένα μαγαζί μετά από παρότρυνση πρώην δημάρχου, ο οποίος μου ζήτησε να το ανοίξω για να φέρνει κι εκείνος τους καλεσμένους του. Έφυγαν τα παιδιά μου στην Αθήνα, κι έτσι αποσύρθηκα. Είχα κουραστεί, έχω και ΧΑΠ και ήταν ώρα να ξεκουραστώ. Πλέον σε ένα βουνό, στην Καλή Ράχη, που είναι γνωστό ως μετόχι του Χατζηκώστα με τη γυναίκα μου, τη μάνα μου και μία γυναίκα που μας βοηθάει. Και είμαστε σαν μελλοθάνατοι και τα λοιπά. Ξέρεις σαν να περιμένουμε… Έζησα όμως. Ταξίδεψα αρκετά. Γνώρισα πολύ κόσμο. Βοήθησα καταστάσεις όπου μπορούσα. Απέκτησα πέντε εγγόνια».

 

Αφήστε μια απάντηση