Η Κατίνα μας
Ελένη Σούμμα
Από νωρίς στα βάσανα. Το μόνο κορίτσι ανάμεσα σε 4 αγόρια. Χρόνια πολύ φτωχικά. Τα γράμματα σε δεύτερη μοίρα, αφού σε πρώτη ήταν η επιβίωση. Η μάνα της ήταν επιστάτρια στο σπίτι ενός τσιφλικά. Από εκεί ήρθε μια πρόταση “για το καλό της”. Μια πλούσια οικογένεια του εξωτερικού έψαχνε κουβερνάντα από την Ελλάδα. Δώσανε τα χέρια εν αγνοία της. Σε ηλικία λοιπόν 13 χρονών, έφυγε από ένα μικρό χωριό στην Εύβοια και πήγε ολομόναχη για δουλειά στην Ελβετία. Μπήκε σε αεροπλάνο για πρώτη φορά πριν καλά-καλά μπει σε απλό τρένο. Δεν της έφτανε αυτό, μέσα στο συμβόλαιο ήταν και η ασφαλής μεταφορά ενός βρέφους 8 μηνών, που στη συνέχεια θα ήταν η νταντά του. Όταν έφτασε εκεί, τρομαγμένη, με ένα μωρό στα χέρια, μη γνωρίζοντας τη γλώσσα, την περίμενε ακόμα μια έκπληξη: η οικογένεια είχε άλλα 3 παιδιά. Ούσα η ίδια παιδί, καλείται να μεγαλώσει άλλα 4. Και τα καταφέρνει.
Έφυγε απο την απόλυτη μιζέρια της ελληνικής επαρχίας του ’70 και πέρασε τα καλύτερα της χρόνια ανάμεσα σε Λουγκάνο και Αρόζα. Πηγαίνει σχολείο για να μάθει τη γλώσσα. Τις συνήθειες τις μαθαίνει μόνη της, όπως και τους καλούς τρόπους. Αποκτά αέρα. Φοράει παντελόνια. Γίνεται γυναίκα, μακριά απο το αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον και από τα αδέρφια που έλεγχαν και την ανάσα της. Βέβαια στερήθηκε γονείς, την ανεμελιά της εφηβείας, προφανώς και τους πειραματικούς έρωτες. Είναι όμως σπίρτο. Τα χρήματα που βγάζει τα μαζεύει. Στο πλουσιόσπιτο έχει περισσότερα από τα βασικά. Μόλις το κομπόδεμα έγινε αρκετό για να κάνει ένα δικό της ξεκίνημα, πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω. Αν έμενε εκεί, θα έπρεπε να γίνει γυναίκα κάποιου Ελβετού, και αντίο πατρίδα, αντίο ακρογιαλιές, δειλινά.
Έρχεται πίσω. Στο αεροδρόμιο τα αδέρφια έξαλλα. Κοιτάτε! Η Κατίνα μας φοράει παντελόνι! Η οικογένεια της μένει πλέον στην Αθήνα. Τα μεγάλα αγόρια έχουν τελειώσει στρατιωτικό. Δουλεύουν. Έχουν βρει και ένα καλό παιδί για την Κατίνα, που την έβλεπε από φωτογραφίες. Την ερωτεύτηκε χάρτινη, αλλά τώρα που πάτησε το πόδι της στα πάτρια εδάφη, μπορεί να πάει με ανθοδέσμη και δαχτυλίδι να την ζητήσει απο γονείς και αδέρφια. Είχαν χρόνο να γνωριστούν, όσο κρατάει ένας καφές κι ένα γλυκό του κουταλιού. Είπε το ναι. Καλός ήταν. Καλά της φέρθηκε. Είχε κι εκείνη έναν τρόπο να τα κάνει όλα ιδανικά. Όμορφη και καλοσυνάτη, του χάρισε δυο κόρες, που η ανατροφή τους ήταν για εκείνη παιχνιδάκι. Τα λεφτά που έφερε έγιναν ένα οικόπεδο και 4 τοίχοι. Βοήθησε και ο σύζυγος με τις ηλεκτρικές συσκευές, βοήθησαν και τα αδέρφια. Εκείνη συνέχισε να δουλεύει. Ήταν απο τα πράγματα που ήξερε να κάνει καλά.
Δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι. Αγωνιζόταν. Διεκδικούσε. Σήκωσε τη γροθιά σε πορείες, γύρισε στο σπίτι με ματωμένα πόδια, τη σήκωσε και σε ανθρώπους που πήγαν να την αδικήσουν. Μια γροθιά που στόλιζε με κόκκινα νύχια και χρυσαφικά. Έγινε κόκκινο πανί για πολλούς. Δεν ήταν όπως οι άλλες. Στη γιορτή της έφταναν λουλούδια με κάρτες από θαυμαστές και φίλους, την πρωτοχρονιά αργούσε να γυρίσει γιατί έπαιζε κόκαλα, για το καλό. Ανέβαινε σε μηχανές. Γελούσε. Έκανε ταξίδια κι εκδρομές χωρίς κανένας ποτέ να μπορεί να της πει όχι. Κατίνα την έλεγε μόνον ο πατέρας της που την καμάρωνε να τα φέρνει βόλτα, σαν να ήταν το 5ο του αγόρι. Αν όμως από κάτι χόρτασε η Κατίνα μας, ήταν δουλειά, δουλειά, δουλειά. Πήρε σύνταξη με τα περισσότερα ένσημα που μπορεί να έχει εργαζόμενος. Αυτή η γυναίκα είναι η μαμά μου. Τι έχω δικό της; Σίγουρα δεν το ίδρωσα το μεροκάματο, ούτε έχω τα ένσημα. Πήρα όμως τη φωνή της, που αν χρειαστεί την υψώνω, όπως εκείνη τη γροθιά της.