Vicky Tsianika Συνεντεύξεις

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ  ΜΕ ΤΟΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ –ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ  ΔΗΜΗΤΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΟΣ ΜΑΣ  MSc ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΒΙΚΥΣ ΤΣΙΑΝΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟ –ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΗ  ΔΗΜΗΤΡΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη μου παραχώρησε ο ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτης κ. Δημήτρης Οικονομίδης ,πανεπιστήμιο Αθήνας και Παρισίων και τον ευχαριστώ πολύ με το ιδιαιτέρως ενδιαφέρον  θέμα :

«ΒΙΑ  ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΓΟΝΕΙΣ».

     Β.Τ. Στις μέρες μας γίνεται μεγάλη συζήτηση για το bullying, τις εφηβικές συμμορίες, τη βία γενικότερα. Είναιευτύχημα το ότι έχει ανοίξει αυτή η συζήτηση. Ταυτόχρονα, κάποιες φορές, έχω την εντύπωση ότι σα να γίνεται μια γενίκευση. Η παραμικρή έντονησυμπεριφορά ενός παιδιού χαρακτηρίζεται bullying. Είναι έτσι ή μήπως υπάρχουν διαφοροποιήσεις;

       Δ.ΟΙ. «Χαίρομαι που ξεκινάτε την συζήτηση «ανορθόδοξα ». Όντως υπάρχει τάση γενίκευσης. Ακούμε παραδείγματος χάριν: « Ο Κώστας έσπρωξε τρέχοντας στο διάλλειμα το Γιάννη κι αυτός έπεσε. Η Μαρία με την Ελένη κοροϊδεύουν τη Σοφία. Ο Γιώργος και ο Νίκος σπρώχτηκαν για ένα Lego »…. Και να σου τα παράπονα μεταξύ γονέων, και να σου τα ατελείωτα μηνύματα σε αυτές τις υπέροχες λίστες μαμάδων στο viber, και να σου τα τηλεφωνήματα στους εκπαιδευτικούς. Γιατί; Για να καταγγελθεί το …. Bullying και να ληφθούν δραστικά μέτρα. Για κάποιους, λοιπόν, όλα είναι bullying! Πρόκειται , το συνηθέστερο, για υπερ-αγχώδεις και παρεμβατικούς γονείς. Ας σημειώσουμε εδώ ότι, πολύ συχνά, μπορεί να ακούσουμε τους ίδιους αυτούς  αγχωτικούς, υπερ-απαιτητικούς, παρεμβατικούς γονείς που βλέπουν παντού bullying, να  « αναπολούν » τις αλάνες, τον πετροπόλεμο, να εκθειάζουν την « παλιά καλή εποχή στο χωριό όπου τα παιδιά κάναν ότι θέλανε και ζούσαν ελεύθερα στη φύση »… « Πετροπόλεμος, κουκουναροπόλεμος , περνάγανε ωραία » … Όλες αυτές οι « νοσταλγίες » είναι τόσο μα τόσο ωραίες ….αλλά μόλις το παιδί της πόλης και του διαμερίσματος αποπειραθεί να παίξει λίγο πιο « βίαια », δηλαδή πιο σωματικά, στο διάλειμμα, στην παιδική χαρά ή στον παιδότοπο, έτσι και θελήσει να πειραματιστεί σκαλίζοντας το χώμα γύρω από ένα δέντρο, εάν θελήσει να κάνει ένα γύρο μόνο του ή με τα παιδάκια της παρέας στην παραλία, ξεπροβάλλει το φάντασμά της « βίας », του « ανεξέλεγκτου », του « μη χαθεί » κ.ο.κ.

Πραγματικά, εάν παρακολουθήσει κάποιος από μια ψύχραιμη απόσταση όλη αυτή την εικόνα, θα έσκαγε στα γέλια με την αντιφατικότητα και την υπερβολή της, εάν δεν ήταν γεμάτη παρακινδυνευμένες « αντι-βίαιες » απόψεις, και δεν αποτελούσε μέρος της παρεμβατικότητας αρκετών σημερινών γονιών στο έργο των εκπαιδευτικών.»

        Β.Τ. «Επόμενα υπάρχει βία και βία;»

        Δ.ΟΙ. «Ακριβώς. Χρειάζονται, όπως είπατε, διαφοροποιήσεις. Και, κατά τη γνώμη μου, πριν φθάσουμε στην επιθετικότητα ή το bullying, και καλώς να φθάσουμε, είναι αναγκαίο, θεμελιώδες να μιλήσουμε για τη βία σε ένα αρχέγονο επίπεδο.»

       Β.Τ.  «Αρχέγονο;»

Δ.ΟΙ. «Ναι αρχέγονο. Και ας πάμε στην … αρχή. « Συγχωρείστε με που αποκαλώ το παιδί βάρος. Τα παιδιά είναι β ά ρ ο ς κι αν φέρνουν ευχαρίστηση είναι γιατί δύο άνθρωποι τα θέλουν κι αποφάσισαν να αναλάβουν αυτό το βάρος…στην πραγματικότητα αποφάσισαν να το ονομάσουν μωρό κι όχι βάρος…Αν αρχίζαμε να συζητάμε συναισθηματικά για τα παιδιά , ο κόσμος θα έπαυε εντελώς να κάνει παιδιά.

Θα μας πουν κάποιοι, έντρομοι:ποιος βλάσφημος, ποιος ιερόσυλος, ποιος άρρωστος τόλμησε να ξεστομίσει τέτοια λόγια ;

Μήπως κάποιος απλός γεννήτορας δηλαδή, κάποιος άντρας ο οποίος αποφάσισε, ελαφρά τη καρδία να κάνει παιδιά και τώρα τα παράτησε στη μητέρα τους; Μήπως κάποια σύγχρονη Φραγκογιαννού – η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ; Μήπως  κάποια μητέρα, ανάξια του τίτλου αυτού και οπότε θα πρέπει να καλέσουμε άμεσα τις κοινωνικές υπηρεσίες;

« Δυστυχώς » όχι! Αυτά τα λόγια είναι ενός βρετανού παιδιάτρου και ψυχαναλυτή, ο οποίος ασχολήθηκε πάρα πολύ με τις σχέσεις μητέρας παιδιού και στον οποίο οφείλουμε σημαντικές εξελίξεις στην ψυχολογική και ψυχαναλυτική σκέψη σε αυτό το πεδίο. Είναι λόγια του Donald Winnicot από το βιβλίο  του « Tο παιδί, ο κόσμος και η πραγματικότητα » !

Τα λόγια αυτά μπορεί, επίσης,  να είναι σκέψεις και λόγια τα οποία δικαιούται και οφείλει να επιτρέψει στον εαυτό του να τα πει κάθε « επαρκώς καλός  γονιός.»

        Β.Τ  «‘Ενδιαφέροντα αυτά που μας λέει ο Winnicot αλλά μπορεί να …τρομοκρατήσουν κάποιους! Αλλά ας είναι. Όταν λέτε « « επαρκώς καλός » γονιός τι εννοείτε;»

      Δ.ΟΙ. «Οφείλουμε, και πάλι στον Winnicot, την έννοια της  « επαρκώς καλής μητέρας», μια έννοια η οποία ανακούφισε χιλιάδες μητέρες – αλλά και πατέρες και εκπαιδευτικούς και ψυχοθεραπευτές και, εν γένει, ανθρώπους που ασχολούνται με άλλους ανθρώπους – από το βάρος της τελειότητας. Η « τέλεια » μητέρα, είναι μια έννοια η οποία ενοχοποιούσε και συνεχίζει να ενοχοποιεί, να βαραίνει τις ψυχές των μητέρων, αλλά και των πατεράδων, με το ασήκωτο φορτίο της τελειότητας. Ο «τέλειος γονιός » είναι μια έννοια ανύπαρκτη στην πραγματικότητα, και γι’ αυτό ανέφικτη. Ας μεταφέρουμε τα παραπάνω, στην Ελληνίδα μητέρα, ή μάλλον στις μητέρες στην Ελλάδα – μιας και το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά «ελληνικό », είναι και « αλβανικό », και « μεσογειακό » –  η οποία επί  αιώνες όφειλε να είναι « μάνα, αδελφή και Παναγιά », με βάση της επιταγές της κουλτούρας, των αντρών, των γονιών, των πεθερικών, της γειτονιάς, της Εκκλησίας.

Ο « επαρκώς καλός » γονιός, λοιπόν, είναι, σε αντιστοιχία με την επαρκώς καλή μητέρα, ο γονιός ο οποίος φροντίζει να είναι παρών στη ζωή του παιδιού του, φροντίζοντας το παιδί αλλά χωρίς να γίνεται υποτακτικός του, στηρίζει χωρίς να υποκαθιστά το παιδί εκεί όπου μπορεί να αυτονομείται, νοιάζεται και αγχώνεται χωρίς να υπερπροστατεύει το παιδί του, επιτρέπει στο παιδί να δοκιμάσει μόνο του πράγματα, να ρισκάρει, να κάνει λάθη, αταξίες, ξέρει να οριοθετεί και να δίνει δίκαιη τιμωρία χωρίς να απαιτεί συμπεριφορά ενηλίκου, χωρίς εκδικητικότητα, χωρίς να υπερβαίνει τα δικά του όρια. Είναι παρών αλλά δεν είναι διεισδυτικός θέλοντας να ξέρει τα μύχια του παιδιού του, είναι κοντινός και οικείος αλλά δεν θα γίνει ποτέ φιλαράκι. Προετοιμάζει το παιδί του να απογαλακτιστεί και τη λύπη του αποχωρισμού την οποία βιώνουμε κάθε μέρα ως γονείς, νιώθοντας τα παιδιά μας να μας φεύγουν, την κρατάμε μέσα μας, την μοιραζόμαστε με την ή τον σύντροφό και τους φίλους μας, την μετατρέπουμε σε χαρά για το παιδί μας που πατάει όλο και πιο πολύ στα πόδια του.

      Β.Τ.  «Ωραία, να επιστρέψουμε στη βία;»

     Δ.ΟΙ«Βεβαίως και ας ξεκινήσουμε από τη γλώσσα, την ετυμολογία: πιθανολογείται βάσιμα ότι η λέξη « βία » έχει την ίδια προέλευση με το « βίο ». Την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeihw- (ζω) το « βέω», που σημαίνει «πορεύομαι» . Βίος εκ του (F)ις = Δύναμις, βία.

 Άραγε η ετυμολογία να μας στέλνει ένα κρυφό μήνυμα ;»

      Β.Τ  «Στο επίπεδο των γονιών και του παιδιού, η βία που έχει θέση;»

     Δ.ΟΙ«Ας πάρουμε για παράδειγμα την εγκυμοσύνη; Αυτή την περίοδο την οποία κάθε γυναίκα … « οφείλει » να ζει σε κατάσταση έκστασης, νιρβάνα, μέθεξης, απόλυτης ευφορίας και ευτυχίας; Κι εάν, η γυναίκα, η « μάνα, αδελφή και Παναγιά » τολμήσει να βαρυγκωμήσει, να νοσταλγήσει την προηγούμενη ζωή χωρίς τις ναυτίες, τη δύσπνοια, την παραμόρφωση του σώματος κ.οκ. είναι κακή μητέρα ;  Η εγκυμοσύνη δεν είναι βία στο σώμα, την ψυχή της γυναίκας, στην ερωτική σχέση; Είναι. Είναι κακή βία; Είναι καλή ; Ή, μήπως είναι απλά η βία του Βίου, η βία της Ζωής πριν το καλό και το κακό;

Από την άλλη πλευρά, αυτό το έμβρυο, το οποίο όλοι μακαρίζουμε για τη ραχάτικη  ζωή που κάνει μέσα στην κοιλιά της μαμάκας του, πόση πίεση δέχεται από το κοιλιακό τοίχωμα, το οποίο αποδεικνύεται ότι δεν είναι ελαστικό επ’ άπειρον και το εξωθεί, μετά από εννέα μήνες, σε ένα κόσμο κρύο, με υπερβολικό φως και θόρυβο; Αυτό το μακάριο έμβρυο πόση βία υφίσταται μέσα στην κοιλιά, κατά τον τοκετό και έκτοτε;

Όταν το μωρό μας μάς ξυπνάει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, κλαίγοντας, γιατί πεινάει, μας ασκεί βία για να το ταΐσουμε. Δεν θέλει το κακό μας, κι ας μας προκαλεί μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια, νύστα το πρωί στη δουλειά και χάσιμο του σεξ απήλ μας. Θέλει απλά να φάει, να επιβιώσει».

       Β.Τ. «Όντως η περίοδος της εγκυμοσύνης έχει τεράστιες αλλαγές και δεν έχουμε εκπαιδευτεί να αποδεχόμαστε τις «κακές » μας σκέψεις. Αλλά και όταν γεννηθεί το παιδί, οι γονείς δεν έχουν «κακές »σκέψεις » ;

       Δ.ΟΙ. «Και εάν έχουν λέει! « Ουφ, με έσκασε αυτό το παιδί ..! », « Όχι μόνον δεν είμαστε με την παρέα στο μπαράκι, αλλά πρέπει να ξενυχτάω κιόλας γιατί το άλλο αποφάσισε να μην κοιμηθεί και μας έχει πάρει τ’ αυτιά », « Τι ήθελα κι έκανα παιδιά ;…» … και ο κατάλογος μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. 

Επιτρέπεται ένας γονέας – και πιο ιδιαίτερα μια μητέρα – να κάνει τέτοιες , έστω και φευγαλέες, σκέψεις; Πόσο δε μάλλον να τις μοιραστεί με τον ή την σύντροφο ή με φίλους ; Μήπως αυτές οι σκέψεις δημιουργήσουν τραύματα ; Μήπως καταλήξουν να γίνουν …πράξη ; Μήπως ο σωστός γονιός είναι αυτός ο οποίος δεν έχει παρά μόνον θετικές σκέψεις, μόνον αγάπη, μόνο διαθεσιμότητα και, κατά συνέπεια, το οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα – το οποίο « κανονικά » δεν θα έπρεπε, ούτε καν,  να εμφανίζεται – οφείλει να το ξεριζώνει και να το κάνει ακόμα περισσότερη αγάπη ;

      Β.Τ.  «Οπότε;»

      Δ.ΟΙ.  «Προτείνω να ξεχάσουμε τις τρέχουσες αντιλήψεις μας για τη βία, η οποία στην καθημερινότητα ταυτίζεται με κάτι, λίγο έως πολύ, αρνητικό. Ας ξεχάσουμε, επίσης,  τις διάφορες προτροπές και προπαγάνδες ενάντια στη βία καιας συμφωνήσουμε στα εξής:

Ένα. Ζωή χωρίς βία, υπάρχει αλλά μόνον στη φαντασία, στην τέχνη και στο … θάνατο.

Δύο: υπάρχει μια βία, ας την ονομάσουμε θεμελιώδη, αρχέγονη, ένστικτο αυτοσυντήρησης, ένστικτο επιβίωσης, η οποία είναι κάτι το φυσιολογικό, το αναπόφευκτο, το αναγκαίο, το χρήσιμο. Αυτό συμβαίνει, όχι επειδή το λέει η … ετυμολογία αλλά γιατί μας το διδάσκει η ίδια η ζωή, αν θέλουμε, βέβαια,  να την αφουγκραστούμε. Υπάρχει αυτή θεμελιώδης, αρχέγονη  βία, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, η οποία είναι μια βία « ουδέτερη » δηλαδή πριν το καλό και το κακό. Στη συνέχεια της συζήτησης θα αναφέρομαι σε αυτή τη βία ως « θεμελιώδη βία », όπως την ονόμασε ο Γάλλος ψυχαναλυτής Jean Bergeret στο βιβλίο του « Η θεμελιώδης βία. Ο ανεξάντλητος Οιδίποδας » το 1984.

       Β.Τ  «Τα παιδιά και βία τους απέναντι στους γονείς ;»

Δ.ΟΙ.   «Άλλη μια τεράστια λίστα! « Δεν είσαστε καλοί γονείς, θα φύγω! », « Έχω δικαίωμα να …», «Άσε μαμά, δε σε χρειάζομαι, θα το πω στο μπαμπά » … πρόκειται για λόγια των παιδιών μας, χιλιοειπωμένα, και μάλιστα σε εκατοντάδες ντεσιμπέλ, σε λούπα, συνοδευόμενα από σωματικές επιθέσεις, αναίτια ξεσπάσματα, ξεσπάσματα δυσανάλογα με την αφορμή η οποία τα προκαλεί…. 

Είναι, λοιπόν, τα παιδιά  μας προβληματικά ; Επιθετικά ; Μελλοντικά μέλη συμμοριών ;

Ή, μήπως, απλά εκφράζουν τη θεμελιώδη βία τους και, επίσης, αντιστέκονται απέναντι στη δική μας θεμελιώδη βία.»

     Β.Τ.  «Όταν λέτε « θεμελιώδης βία των γονιών », τι εννοείτε;»

     Δ.ΟΙ. «Πρώτον, είμαστε αυτοί που  έφεραν τα παιδιά στη ζωή. Πρόκειται για μια πράξη θεμελιώδους βίας και αυθαιρεσίας για την οποία, μάλιστα, δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Δηλαδή, δεν μπορούμε να ζητήσουμε τη γνώμη τους ! Αλλά και να μπορούσαμε, δεν θα έπρεπε. Δεν επιτρέπεται να υπάρχει «δημοκρατία » σε τέτοια ζητήματα !

Δύο: Είμαστε μεγαλύτεροι , σε μέγεθος, σε ηλικία, σε εμπειρία και γνώση και αυτό, τη ίδια στιγμή που  κάνει τα παιδιά να νιώθουν ασφαλή κοντά στο « μεγάλο και οικείο  ζώο », το γονιό,  τα εκνευρίζει διότι καταλαμβάνουμε ένα μέρος από το χώρο τους. Υλικά και ψυχικά. Επόμενα ο απεριόριστος ναρκισσισμός τους– φυσιολογικός σε αυτές τις ηλικίες –  συναντά έναν περιορισμό.

Οι δυσκολίες  ξεκινούν λοιπόν όταν εμείς, οι γονείς, δεν τα πηγαίνουμε καλά με αυτή τη θεμελιώδη βία.

Όταν νιώθουμε ενοχές επειδή κάποια στιγμή θα βαρυγκωμήσουμε, θα κουραστούμε,  θα νοσταλγήσουμε την εποχή πριν το παιδί, θα προσμένουμε τη στιγμή που θα μεγαλώσει και θα φύγει. Όταν για λόγους πολιτισμικούς, θρησκευτικούς αλλά και από την οικογενειακή μας διαπαιδαγώγηση, η θεμελιώδης βία έχει ταυτιστεί με το Κακό. Επόμενα, συναισθήματα και σκέψεις σαν τις παραπάνω βιώνονται ως ότι « είμαι κακός ή και επικίνδυνος γονιός », ως αμαρτία, ως παθολογία ή και τρέλα.

Οι δυσκολίες συνεχίζουν, παραπέρα, όταν τη θεμελιώδη βία των παιδιών μας, τα οποία έχουν ανάγκη να μας ελέγχουν, να κυριαρχήσουν πάνω μας αλλά και να τα αφήσουμε ήσυχα και μόνα τους κάποιες στιγμές, την εκλαμβάνουμε ως απόρριψη, ως επιθετικότητα και, είτε νιώθουμε ενοχές ότι για να αντιδρούν έτσι, κάπου δεν είμαστε καλοί γονείς, είτε, χειρότερα, τα αντιμετωπίζουμε ως « μέλη του σώματός αλλά και τη ψυχής μας » και δεν τους επιτρέπουμε να αποκολληθούν.

Είναι πολύ σημαντικό το να εξοικειωθούμε με αυτή τη θεμελιώδη βία, τόσο του παιδιού μας όσο και τη δική μας, για να μπορούμε να την αναγνωρίζουμε, να την εκφράζουμε στο βαθμό που χρειάζεται, να την υποδεχόμαστε, εξίσου,  από το παιδί μας, στο βαθμό που χρειάζεται και να την εντάσσουμε προοδευτικά στο ψυχικό ρεύμα της αγάπης. Η θεμελιώδης βία να γίνει σιγά-σιγά  το δυναμικό, ενεργειακό υπόβαθρο της αγάπης.»

     Β.Τ. «Όλο αυτό το σκεπτικό, έχει κάποια σχέση με το θέμα των ορίων, το οποίο το ακούμε όλο και περισσότερο;’»

     Δ.ΟΙ. «Όντως, ένα από προβλήματα το οποίο συναντάμε στην εποχή μας, χονδρικά τις τρεις  τελευταίες δεκαετίες, είναι τα όρια. Κάποιος θα  βιαστεί να μας πει:  «ναι, όντως, τα παιδιά στην εποχή μας δυσκολεύονται να δεχτούν τα όρια, τις ματαιώσεις ..».

 Να επαναδιατυπώναμε την παραπάνω φράση σε … «σωστά ελληνικά »;

Οι γονείς, είναι που δυσκολεύονται με τα όρια. Οι γονείς είμαστε αυτοί που δυσκολευόμαστε να βάλουμε όρια, να ματαιώσουμε.

Το πρόβλημα λοιπόν, όπως και κάθε σχεδόν πρόβλημα το οποίο παρουσιάζουν τα παιδιά μας,είναι πρόβλημα των γονέων και όχι των παιδιών.»

     Β.Τ. «Και γιατί υπάρχει αυτή η δυσκολία με τα όρια;»

     Δ.ΟΙ. «όπως αλλιώς λέγεται, τις επιπτώσεις ) ως κάτι το Κακό.  «Από μια κοινωνία, ας την πούμε παραδοσιακή για λόγους συνεννόησης, λίγο έως πολύ μέχρι και τη δεκαετία του 1980,  όπου το παιδί δεν αντιμετωπιζόταν ως άτομο με δικές του ανάγκες, επιθυμίες, προσωπικότητα, περάσαμε, σε μεγάλο βαθμό, στο άλλο άκρο. Όπως και εμείς οι ενήλικες περάσαμε στο άλλο άκρο. Από την – σχεδόν πλήρη – υποταγή στο « Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια » και στο « τι θα πει ο κόσμος », αναζητώντας την ατομικότητα και την πραγματική επιθυμία μας, έχουμε περάσει – λόγω οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, οι οποίοι δεν είναι της παρούσης να αναπτυχθούν – στον ατομικισμό, στο να θεωρούμε δικαίωμα την κάθε επιθυμία μας και, επίσης, στο να δυσφορούμε όταν η πραγματικότητα μας φέρνει κατά πρόσωπο με το γεγονός ότι το δικαίωμά μας  συνεπάγεται και υποχρεώσεις όπως επίσης και  το να λαμβάνεται υπόψη και ο άλλος, τα « θέλω » και τα δικαιώματά του.

Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, να μην αναπαράγουμε το αυταρχικό μοντέλο των προηγούμενων γενιών, επιτελείται  μια ενοχοποίηση κάθε μορφής ορίου δηλαδή κάθε βίας. Αυτό μπορεί να γίνεται για λόγους « προοδευτικότητας ». Γίνεται, επίσης, λόγω του γεγονότος ότι καλλιεργείται και ευοδώνεται το ανοριοθέτητο σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, στην οικονομία, την πολιτική κλπ. Έτσι τα όρια βιώνονται από πολλούς σύγχρονους γονείς ως κάτι το τραυματικό για τα παιδιά τους. Ταυτίζονται με την αυταρχικότητα των παλιών γενιών, την έλλειψη διαλόγου κ.ο.κ. Επίσης, όταν οι γονείς δεν έχουν μια απαρτιωμένη και απενοχοποιημένη σχέση με τη θεμελιώδη βία αλλά και την επιθετικότητά τους, βιώνουν την τοποθέτηση ορίων στο παιδί τους, την τιμωρία ( αναφέρομαι στη δίκαιη τιμωρία ή,

      Β.Τ. «Αυτή η στάση έχει, φαντάζομαι, επιπτώσεις στα παιδιά.»

     Δ.ΟΙ. «Ακριβώς! Και μάλιστα σε δύο επίπεδα.

«Σε ένα πρώτο, πιο ορατό επίπεδο, διαπαιδαγωγούν μέλλοντες έφηβους και ενηλίκους, οι οποίοι όταν θα βγουν, εκ των πραγμάτων, έξω από το κουκούλι της οικογένειας, θα δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε κανόνες, όρια, στην ύπαρξη του άλλου με τις δικές του επιθυμίες και προσωπικότητα, θα δυσκολεύονται να διαχειριστούν αντίξοες και άδικες καταστάσεις τις οποίες αναπόφευκτα θα συναντήσουν. Θα έχουν ως τρόπους αντίδρασης, είτε την επιθετικότητα, την συνεχή ανυπακοή και ανέξοδη εξεγερτικότητα είτε την παθητική υποταγή και το κλείσιμο στον εαυτό.

Σε ένα δεύτερο, πιο βαθύ επίπεδο, η έλλειψη ορίων, δημιουργείαγχωμένα παιδιά. Τα παιδιά είναι μεν …παιδιά, δηλαδή μικροί – φυσιολογικοί – νάρκισσοι, οι οποίοι θέλουν τα πάντα και, μάλιστα, εδώ και τώρα. Ταυτόχρονα δεν είναι « χαζά ». Θέλουν να υπάρχει πλαίσιο, όρια, να υπάρχει κάτι έξω από αυτά, μιας και ο ψυχισμός τους δεν είναι ακόμα – και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό, είναι μέρος της ψυχοσυναισθηματικής τους ωρίμανσης – σε θέση να αυτοπεριοριστεί ,να αυτολογοκριθεί. Αυτό το περιμένουν από τους ενήλικες. Όταν οι ενήλικες λόγων δικών τους φόβων ή ενοχών, δεν « κρατάνε τα μπόσικα », μπορεί σε ένα πρώτο επίπεδο το παιδί να νιώθει ο απόλυτος κυρίαρχος και αυτό να προκαλεί ηδονή και αίσθημα θριάμβου αλλά στο ασυνείδητο επίπεδο, δημιουργείται ένα έντονο άγχος διότι το μήνυμα που παίρνει το παιδί είναι ότι, οι ενήλικες δεν μπορούν να παίξουν τον ενήλικο ρόλο τους. Επόμενα, εάν οι ενήλικες δεν μπορούν να παίξουν τον ενήλικο ρόλο τους στο θέμα των ορίων, δεν θα το παίξουν ούτε σε θέματα ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη του παιδιού.»

       Β.Τ. «Υπάρχει κάτι που να αφορά τους πατέρες πιο ιδιαίτερα.»

      Δ.ΟΙ. «Είναι πολύ σημαντική η επισήμανσή αυτή. Η όλη συζήτησή μας μοιάζει να απευθύνεται περισσότερο στη μητέρα, στη σχέση μητέρας παιδιού. Πολύ δε περισσότερο που  στην κοινωνία ο ρόλος της μητέρας τίθεται στο προσκήνιο και, κάπου, οι πατέρες περνάνε σε δεύτερο πλάνο ή και εξαφανίζονται. Πράγμα, βολικό, μεν για αρκετούς γεννήτορες – όπως τους ανέφερα στην αρχή – οι οποίοι δεν θέλουν – συνειδητά ή ασυνείδητα – να επωμιστούν πλήρως το ρόλο τους. Πράγμα άδικο, όμως, για πολλούς πατέρες οι οποίοι και θέλουν και ψάχνουν το ρόλο  τους. Άδικο και για τα παιδιά αλλά και τις γυναίκες.  Οι πατέρες λοιπόν δεν έχουν καμία συμμετοχή, καμία ευθύνη; Το κεφάλαιο είναι μεγάλο και θα αρκεστώ σε λίγες επιγραμματικές σκέψεις. Φυσικά και έχουν. Είναι φροντιστικοί,  «μητρικοί » με το παιδί τους ; Είναι στήριγμα για τη σύντροφό τους, και στην πρώτη περίοδο – εγκυμοσύνη, πρώτοι μήνες μετά τη γέννα – αλλά και στη συνέχεια ; Παίρνουν πάνω τους ισότιμα βάρη της οικογένειας; Μέχρις εδώ, αναφέρομαι σε πράγματα τα οποία, ευτυχώς, συμβαίνουν όλο και πιο πολύ στην κοινωνία. Υπάρχει στην ελληνική κοινωνία μια μεγάλη πολιτισμική , αθόρυβη, επανάστασητα τελευταία 20 – 30 χρόνια σε αυτό το πεδίο. Είναι η φροντιστική παρουσία των πατεράδων,  η οποία μόνον καλά πράγματα φέρνει, και στα παιδιά αλλά και στους γονείς.

Ταυτόχρονα ο πιο ιδιαίτερα πατρικός ρόλος, είναι και ο πιο « θεμελιωδώς βίαιος ». Αντέχουν οι πατεράδες να μπαίνουν ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί « της », κόβοντας ξανά και ξανά τον  ομφάλιο λώρο, τον οποίο αυτή η « τρελή » δυάδα μητέρας – παιδιού έχει την αυθόρμητη, φυσική τάση να ξαναδημιουργεί; Υπενθυμίζει στη μητέρα το θηλυκό της μέρος , « προσκαλώντας τη στο δικό τους κρεβάτι και αποσπώντας την από το κρεβάτι του παιδιού »;

      Β.Τ.   «Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν ότι αφορά τη βία   και την επιθετικότητα στην εποχή μας ;

Δ.ΟΙ. «Φυσικά. Αναφέρθηκα μόνον στο προσωπικό και οικογενειακό ψυχοσυναισθηματικό πεδίο, διότι θεωρώ σημαντικό, θεμελιώδες… σαν τη βία, που λέγαμε, να αναδειχθεί αυτό το πεδίο και να αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνία. Υπάρχουν, βεβαίως, και άλλες πηγές βίας και επιθετικότητας, και μάλιστα κακής. Όπως η ενδοοικογενειακή βία, η πρόωρη και μαζική έκθεση των παιδιών σε έντονα ερεθίσματαόπως η βία στην τηλεόραση και τα βιντεοπαιχνίδα καθώςη έκθεση σε υπερβολικά καιπρόωρα σεξουαλικά ερεθίσματα μέσω της διαφήμισης, ερεθίσματα βίας καισεξ τα οποία δεν μπορούν να μεταβολιστούν ψυχικά από τα παιδιά και « γδέρνουν »τις ψυχές τους. Υπάρχει, τέλος, η βία του πλούτου, της ασυδοσίας της εξουσίας, της οικολογικής απειλής, η βία λόγω της απουσίας, στην εποχή μας, κοινωνικών, συλλογικά αλλά και προσωπικά, οραμάτων με συνοχή και βάθος. Απλά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για όλα εδώ.»

       Β.Τ.  «Αναφερθήκατε στους εκπαιδευτικούς. Τι «υποδέχονται » στα σχολεία ως προς το θέμα της βίας ;»

Δ.ΟΙ.  «Πέρα και παράλληλα με τα απόνερα της ενδο-οικογενειακής βίας και των οικονομικώνπροβλημάτων, ένα σοβαρό πεδίο, το οποίο παρεμποδίζει το έργο τους, είναι η παρεμβατικότητα πολλών γονιών. Υπάρχουν, και δυστυχώςσε εκτεταμένο αριθμό, γονείς οι οποίοι δεν αντέχουν την οριοθέτηση τωνπαιδιών τους, την τιμωρία. Γονείς, που όπως προαναφέραμε, λόγω του άγχους αλλά και του εγωισμού τους, ενοχλούν με το παραμικρό τους εκπαιδευτικούς αλλά και τους άλλους γονείς, ονοματίζοντας τα πάντα bullying. Είναι γονείς που δεν αυτό-οριοθετούνται, οι οποίοι θεωρούν ότι το να δείξουν εμπιστοσύνη στον εκπαιδευτικό ισοδυναμεί με το παλιό « Δάσκαλε τα κόκκαλα δικά μου, το κρέας δικό σου », λες και ζούμε το ’50 ή το 60… Και είναι οι ίδιοι οι οποίοι δεν μπορούν να πουν όχι στο παιδί, στο σπίτι.

       Β.Τ. «Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη συζήτησή μας σε μερικά σημεία;»

      Δ.ΟΙ.  «Να μειώσουμε και, γιατί όχι, να αποβάλλουμε το φόβο και τις ενοχές μας απέναντι στη « θεμελιώδη βία » μας, δηλαδή τα δυσάρεστα συναισθήματα τα οποία μας δημιουργούνται απέναντι στα παιδιά μας. Ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε το άγχος, το φόβο και τις ενοχές μας όταν τα παιδιά μας εκδηλώνουν τη δική τους θεμελιώδη βία, να την υποδεχόμαστε, να την αγκαλιάζουμε, να την αντέχουμε και, προοδευτικά, να την εντάσσουμε σε πιο φιλο-κοινωνικά και αλληλέγγυα σχήματα συμπεριφοράς. Να μειώσουμε, και γιατί όχι, να αποβάλλουμε το περιττό άγχος και την ενοχή για την φυσιολογική επιθετικότητα των παιδιών μας στο παιχνίδι, στις μεταξύ τους σχέσεις. Να τους επιτρέψουμε, αφ’ ενός να τη βιώσουν και να την ασκήσουν, αφ’ ετέρου  να μάθουν να τη διαπραγματεύονται αυτοτελώς, χωρίς εμάς. Να μην παρεμβαίνουμε παρά μόνον όταν ξεπερνούν τα απαραίτητα και ανεκτά όρια. Όρια τα οποία, όπως θα έχετε συμπεράνει , από τα παραπάνω, στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είναι αρκετά πιο ευρεία από αυτό που θεωρούμε σήμερα ως ανεκτά. Και τέλος, αλλά όχι τελευταίο, να  εμπιστευθούμε του εκπαιδευτικούς και το σχολείο, να τους επιτρέψουμε να επιτελέσουν τον αυτοτελή τους ρόλο, χωρίς συνεχείς, αγχωμένες παρεμβάσεις και απαιτήσεις, οι οποίες τρικλοποδιάζουν το Έργο τους και τους ακυρώνουν.»

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑΤΡΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΕΜΠΕΡΙΣΤΑΤΟΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΑΣ.

Β.Τ.

Αφήστε μια απάντηση