Αναδημοσίευση συνέντευξης του Dr. Heinz Panteleymon Gstrein στον Ήφαιστο Βιέννης
δεν νομίζω ότι χρειάζεται ιδιαίτερο πρόλογο. Πρέπει να τονίσουμε ότι η απλότητα και η παντελής έλλειψη οίησης δεν του επιτρέπει να εξηγήσει ότι είναι ένας από τους σπάνιους μελετητές και φιλόσοφους της εποχής μας, με τις καλύτερες σπουδές. Ευτυχώς τα βιβλία του, που είναι αρκετά, μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε τον Άνθρωπο! r s
Κύριε Gstrein γεννηθήκατε πριν απο 79 χρόνια στα βουνά του Τυρόλου. Φέτος συμπληρώνετε 54 χρόνια σαν δημοσιογράφος και συγγραφέας με επίκεντρο τον ελληνικό χώρο και ευρύτερα τον ελληνο-ορθόδοξο κόσμο. Πως βρήκατε τον δρόμο από το Oberste Inntal στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου?
Ναι είμαι ένας βουνίσιος, όπως μου είπε για τον εαυτό του και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος της Κύπρου στην πρώτη μας συνέντευξη το καλοκαίρι του 1968. Και συνέχισε : “ κολύμπι μου έμαθαν οι Άγγλοι στην εξορία μου στις Σεϋχέλλες “. Το δικό μου “κολύμπι” στα κύματα του ελληνισμού άρχισε με τα αρχαία ελληνικά στο Γυμνάσιο του Innsbruck. Εκεί κοντά στο Hall, φωτίστηκα απο τη λάμψη της Ορθοδοξίας κατά τη διάρκεια λειτουργιών των Ουκρανών προσφύγων. Έγινα Ορθόδοξος και μετά το απολυτήριο και αρχικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Innsbruck, έγινα δεκτός στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Κωνσταντινούπολη.
Από την Χάλκη όμως γινόσουν κληρικός και μάλιστα δεσπότης. Εσείς πως γίνατε δημοσιογράφος?
Σε αυτό φταίει η πολιτική της Άγκυρας που έδιωξε- πριν από το γενικό κλείσιμο της Σχολής μας το 1971- κιόλας το 1964όλους τους μη Τούρκους υπηκόους. Εμένα όμως αυτό με απελευθέρωσε απο ένα μεγάλο δίλημμα: η γιαγιά μου με ήθελε δεσπότη, εγώ όμως είχα δει και αγαπήσει στο μεταξύ μια Ρωμιοπούλα απο τη γειτονική Πρίγκηπο. Σήμερα είναι η αγαπημένη σύντροφος μου.
Ποιά ήταν η συνέχεια της ζωής σας?
Η πατρολογική διατριβή μου μεταφέρθηκε απο τη Χάλκη στους Βυζαντινολόγους του Πανεπιστημίου της Βιέννης όπου συνέχισα τις σπουδές μου, μεταφέροντας και τις σπουδές που είχα αρχίσει στο Innsbruck, στη σλαβική και αραβική φιλολογία και ιστορία. Έγινα Διδάκτορας, ένας τίτλος χωρίς έσοδα, όπως μου είχε πεί απο την αρχή ο μακαριστός πατέρας μου. Μου δόθηκε όμως η ευκαιρία να εκπαιδευτώ δημοσιογράφος στη Γερμανία. Το 1966 με προσέλαβε η τότε γερμανόφωνη εφημερίδα στην Αθήνα, το Athener Kurier. Με μία λεπτομέρεια το καθημερινό αυτό φύλλο είχε μόνο 4 σελίδες και 3 υπαλλήλους : τον αρχισυντάκτη, το στοιχειοθέτη και τον υπεύθυνο πιεστηρίου…
Ζήσατε λοιπόν το πραξικόπημα της 21 Απριλίου 1967 ο ίδιος στην Αθήνα. Ποιες ήταν οι αντιδράσεις σας?
Αγανάκτηση που έγινε κάτι τέτοιο στην κιβωτό της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Και απογοήτευση για τη στάση πολλών συμφεροντολόγων και δειλών που πλημμύρισαν τα γραφεία του ΟΤΕ με τηλεγραφήματα συμπαράστασης προς την “εθνική κυβέρνηση”. Συνέταξα τότε ένα “απαισχυντήριο” τηλεγράφημα και πήγα και εγω να το στείλω μέσω ΟΤΕ! Κανένας υπάλληλος δεν δέχτηκε να το παραλάβει. Τελικά το κατέθεσα στη διεύθυνση ξένου τύπου του τότε Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως. Υπουργός ήταν ήδη ο Γεώργιος Παπαδόπουλος! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο αγαπητός έγινα απ την αρχή στους ανθρώπους της Χούντας!
Τότε διώχθηκαν αρκετοί δημοσιογράφοι από την Ελλάδα. Εσάς σας αφήσανε?
Όχι, ήρθε και η σειρά μου το 1969. Αφορμή έδωσα με ένα αυθόρμητο σχόλιό μου στο Ελβετικό Ραδιόφωνο στον αέρα, όταν με ρώτησε ο παρουσιαστής το τί θα γίνει με τους χουντικούς άμα τους πιάσουνε. Και είπα “ θα δικαστούν ως πραξικοπηματίες”. Ξαναρώτησε : θα γλυτώσει κανείς?. Και είπα “ Μήπως ο Παττακός λόγω βλακείας”. Αυτό ήταν – και όξω !
Μετά που πήγατε?
Τα επόμενα 22 χρόνια τα πέρασα στην Μέση Ανατολή με έδρα το Κάϊρο, αργότερα στην Τύνιδα και Βαγδάτη. Όπως και σήμερα ήταν μια άκρως πολεμική περιοχή και δεν μπόρεσα να αποφύγω κανέναν πόλεμο: από το Τσάντ μέχρι το Αφγανιστάν, τον εμφύλιο του Λιβάνου, τους πολέμους στον Κόλπο. Αλλά παντού βρήκα και Έλληνες, τους Αιγυπτιώτες και την τότε ακμάζουσα κοινότητα της Αντίς Αμπέμπα, τους φαρμακοποιούς στην γαλλόφωνη Αφρική ή τους Πόντιους στην Καρράντα της Βαγδάτης, που κατάφεραν να αποφύγουν την Τούρκικη γενοκτονία ροβολώντας Νότια.
Γνωριστήκατε προσωπικά με Άραβες και άλλους Ισλαμικούς Ηγέτες?
Με αρκετούς. Ιδιαίτερα με εντυπωσίασαν η Κυρία Sadat, ο Ayatollah Khomeini και ο Yasser Arafat. H Jihan al-Sadat ήταν το καλό πνεύμα του ανδρός της και του Αιγυπτιακού λαού, ιδιαίτερα των γυναικών. Δυστυχώς δεν κατάφερε να αποτραβήξει τον άνδρα της από το παιχνίδι του με το πολιτικό Ισλάμ.
Στον Ayatollah Khomeini με ξάφνιασε η εξωτερική ηρεμία του με την οποία ξεστόμιζε τα πιο φοβερά πράγματα. Χάιδευε τα γένια του και διέταζε ταυτόχρονα εκτελέσεις και βασανιστήρια. Με φιλοξένησε σε ένα πανδοχείο στο Qom, όπου μας τάιζαν το μεσημέρι ρύζι με κρεμμύδια και για βραδινό κρεμμύδια με ρύζι. Αλλά είχε έναν Mullah, που σου πάντρευε κοπέλες για μια νύχτα και την άλλη πρωία σε χώριζε…. Τέτοια υποκρισία!
Πραγματικά συμπάθησα και εκτίμησα τον Arafat. Μου είπε σε μια συνέντευξή του στο καταφύγιό του στην όχθη του Τίγρη : “ Για να λύσουμε το Παλαιστινιακό πρέπει να αισθανόμαστε ταυτόχρονα Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι. Ο θρησκευτικός φανατισμός θα καταστρέψει την Μέση Ανατολή και τον κόσμο όλο.” Πόσο δίκιο είχε ο μακαρίτης !
Είσαστε έπειτα και ανταποκριτής στις πρώην κουμμουνιστικές χώρες. Πως έγινε αυτό?
Είχα σιχαθεί τους πολέμους, προπαντός την εισβολή των Αμερικάνων στο Ιράκ το 1991. Τότε έπεσε το παραπέτασμα και μπορούσες να γράψεις πια ελεύθερα από εκεί. Πήγα πρώτα στην Αλβανία, ήταν φοβερός ο πρώτος χειμώνας της ελευθερίας, μείον 20 βαθμοί στα Τίρανα. Επιζήσαμε καίγοντας τα έργα του Enver Hoxha, που τα πέταγαν από την Εθνική Βιβλιοθήκη. Μετά στο Minsk πέρασα όμορφα, αλλά είχε απόλυτη ησυχία στη χαριτωμένη Λευκορωσία δεν είχε πολύ δουλειά για έναν δημοσιογράφο. Αντίθετα μετά στην Μόσχα του Yeltsin ήταν σκέτη “ άγρια Ανατολή”. Εκτός την πέννα ήθελες πάντα και το πιστόλι μαζί σου. Και έτσι δέχτηκα με χαρά την ευκαιρία να δουλέψω για δεύτερη φορά στην Αθήνα για την Neue Zürcher Zeitung.
Πως την βρήκατε την Ελλάδα μετά τόσα χρόνια?
Είχα την χαρά, να ζήσω εκεί τα τελευταία χρυσά ελλαδικά χρόνια πριν την μεγάλη κρίση των ημερών μας. Κανείς δεν φανταζόταν μια τέτοια εξέλιξη. Και με πικραίνει ιδιαίτερα. Πως είναι δυνατόν οι ίδιοι Ευρωπαίοι εταίροι, που ανοίγουν την Ήπειρο σε μια ανεξέλεγκτη πλημμύρα από απρόσκλητους μετανάστες– δεν μιλάω για τους πραγματικούς πρόσφυγες από την Συρία ή αλλού– να φέρονται τόσο σκληρά και απάνθρωπα στον Ελληνικό λαό καταδικάζοντας τον σε μια ζωή χωρίς βιοτικό επίπεδο και αξία.
Πως τελειώσατε την σταδιοδρομία σας?
Πάλι όπως αρχικά με την επιστήμη, πρώτα σε ένα Ινστιτούτο για την Ανατολική Ευρώπη και την Μέση Ανατολή στην Ζυρίχη, μετά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης διδάσκοντας Ιστορία της Οθωμανικής Τουρκίας. Από το 2012 είμαι συνταξιούχος, ζούμε στην Βιέννη και στην Κωνσταντινούπολη. Το γράψιμο όμως συνεχίζεται.
Μπορείτε να μας πείτε αν σας συνδέει και κάτι ιδιαίτερο με την μαρτυρική Κύπρο?
Βέβαια. Από την Χάλκη, που μας πετροβολούσανε τα τουρκάκια έξω από την Σχολή και φωνάζανε: Μακάριος, Μακάριος. Είχα και ένα Κύπριο συσπουδαστή, τον Ιεροδιάκονο Διονύσιο, που με ενημέρωνε απο πρώτο χέρι για την κατάσταση εκεί. Στην διατριβή μου έβαλα και ένα λόγο του Κύπριου Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου από την Πάφο. Το 1965 πήγα πρώτη φορά στην Κύπρο και είδα την τότε κατάσταση του πρώτου Διχασμού του 1963 στον Τουρκομαχαλά της Λεμεσού. Ως ανταποκριτής στο Κάϊρο και από το 1996 στην Αθήνα πήγαινα τακτικά στην Κύπρο για να καλύψω τις τραγικές εξελίξεις εκεί, την τουρκική εισβολή του 1974, την τύχη των αγνοούμενων, τον ξαφνικό χαμό του Μακαρίου το 1977, την κατάσταση στα κατεχόμενα, εκλογές και άλλα γεγονότα… Με την Κύπρο μας συνδέει και ο Πεδουλάς, που περνούσαμε αξέχαστες διακοπές κατά την διαμονή μου στην Μέση Ανατολή.
Τελικά: Αυτά που μας είπατε, περιέχει ύλη όχι για μία συνέντευξη, αλλά για ολόκληρο βιβλίο απομνημονευμάτων. Θα γράψετε ποτέ κάτι τέτοιο?
Κάτι παρόμοιο υπάρχει ήδη, μια συλλογή αναμνήσεων και διδαγμάτων από την ζωή μου. Έχει τον τίτλο “ Gedanken eines Journalisten- Konflikte unsere Zeit “ από τον εκδοτικό οίκο Edition Sckell.
Συνέντευξη: Rhea Sourmeli, πρώην AFP- Αθήνα, από το 2006 Ορθόδοξο Πρακτορείο ειδήσεων ΟΝΑ, Ζυρίχη !