Γιατί η Ελλάδα δεν έχει δικομματισμό
Αλέξανδρου Καζαμία*
Η πρόσφατη εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις, μείωσε αισθητά τη διαφορά ανάμεσα στο κόμμα του και το ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αν τα ευρήματα αυτά θεωρηθούν υπερβολικά, είναι σαφές ότι το κομματικό μας σύστημα εκδηλώνει ξανά έναν υψηλό βαθμό ρευστότητας που αποτελεί το κύριο γνώρισμά του μετά το 2007.
Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν αρκετοί, μετά την κατάρρευση του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, που κυριάρχησε την περίοδο 1977-2009, η Ελλάδα ποτέ δεν επανήλθε σε έναν νέο δικομματισμό. Από τo 2007, το κομματικό μας σύστημα διέρχεται μια περίοδο αστάθειας που συνδέεται με την οικονομική και πολιτική κρίση. Γι’ αυτό, το πεδίο της κομματικής πολιτικής παραμένει πολύ πιο απρόβλεπτο κι ανοιχτό σε ανατροπές από ότι οι περισσότεροι σχολιαστές υποστηρίζουν.
Για να υπάρξει δικομματισμός, σύμφωνα με την καθιερωμένη βιβλιογραφία, πρέπει να υπάρχει εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων. Αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ, τη Βρετανία, αλλά συνέβαινε και στη χώρα μας την περίοδο 1977-2009. Έκτοτε, κάτι τέτοιο δεν έχει και ούτε αναμένεται να επαναληφθεί για αρκετά χρόνια. Το ότι το 2019 είχαμε εκλογή μονοκομματικής κυβέρνησης για πρώτη φορά μετά το 2009 κακώς συγχέεται με την εναλλαγή μονοκομματικών κυβερνήσεων, που είναι η απαραίτητη συνθήκη ύπαρξης του δικομματισμού. Εξάλλου, ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές, μιλώντας για «προοδευτική κυβέρνηση» συνεργασίας με το κόμμα του ως κύριο εταίρο. Ταυτόχρονα, αν στην επόμενη αναμέτρηση έχουμε διπλές εκλογές και νέα αυτοδυναμία της ΝΔ, τότε η Ελλάδα ενδέχεται να αποκτήσει σύστημα του «ενός κυρίαρχου κόμματος». Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν πρόκειται να έχει δικομματισμό. Ο δικομματισμός θα επιστρέψει μόνο αν υπάρξει προοπτική σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης από δεύτερο κόμμα, πλην της ΝΔ.
Φυσικά, πολλοί νοσταλγοί του παλιού δικομματισμού διατείνονται πως η Ελλάδα έχει σήμερα ένα σύστημα «μικρού δικομματισμού». Ο όρος αυτός, που επηρεάζει τη σκέψη πολλών πολιτών, δεν υφίσταται στη θεωρία των κομματικών συστημάτων. Πρόκειται για ελληνική πατέντα που δημιουργεί εσκεμμένες ψευδαισθήσεις με σκοπό να εγκλωβίσει τους πολίτες σε μία εκλογική συμπεριφορά δικομματικής λογικής μέσα σε ένα σύστημα που έπαψε προ πολλού να είναι δικομματικό. Εκείνο που υποτίθεται πως περιγράφει είναι ένα σύστημα το οποίο παραμένει κατά βάση δικομματικό, αλλά με τα δύο μεγάλα κόμματα να αθροίζουν μικρότερα ποσοστά, γεγονός που τα υποχρεώνει να σχηματίζουν κυβερνήσεις συνασπισμού με μικρότερα κόμματα, ενώ παραμένουν κυρίαρχα. Στη σχετική βιβλιογραφία, τα συστήματα αυτά ονομάζονται είτε «πολυκομματικά» είτε «δύο-συν-δύο», ακριβώς διότι στηρίζονται στην εναλλαγή τεσσάρων ή περισσότερων κομμάτων στην κυβέρνηση. Γι’ αυτό, έγκυροι αναλυτές όπως ο Ηλίας Νικολακόπουλος έχουν χαρακτηρίσει το σημερινό σύστημα ως «πολωμένο πολυκομματισμό», μια γνωστή παραλλαγή του πολυκομματισμού.
Ποιοι και γιατί νοσταλγούν το δικομματισμό;
Καταρχήν, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαιωνίζουν τη λογική του δικομματισμού είναι η ΝΔ και τα συστημικά ΜΜΕ. Στην αντίληψή τους, που δεν έχει διδαχθεί τίποτα από τις ευθύνες του δικομματισμού στην οικονομική κατάρρευση της χώρας, ο δικομματισμός φαντάζει ως παράγοντας «σταθερότητας». Παράλληλα, η λογική του δικομματισμού βοηθά τη ΝΔ να συγκρατεί ακροδεξιούς ψηφοφόρους με το ψευδές επιχείρημα ότι η μεταπήδησή τους στη ΧΑ ή την Ελληνική Λύση ευνοεί την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία (κάτι που, φυσικά, δεν ισχύει).
Για το ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου, η λογική του δικομματισμού είναι η μόνη ελπίδα αποφυγής της συρρίκνωσής του σε τρίτο κόμμα. Ενώ ο Αλέξης Τσίπρας, για να ανακόψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, ψήφισε το 2016 αναλογικό εκλογικό νόμο (που ευνοεί τον πολυκομματισμό), παράλληλα καλλιεργεί σκληρή δικομματική ρητορική. Πριν τα Χριστούγεννα, ισχυρίστηκε πως η «κυβερνητική αλλαγή» απαιτεί «δύο προϋποθέσεις»: «Ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα»· και «τα κόμματα του προοδευτικού χώρου να αθροίζουν ποσοστά πολύ μεγαλύτερα από αυτά που αθροίζουν η ΝΔ και το κόμμα του κ. Βελόπουλου». Φυσικά, η διατύπωση αυτή είναι εσφαλμένη. Για να υπάρξει «κυβερνητική αλλαγή» απαιτείται μόνο μία προϋπόθεση: η δεύτερη – δηλαδή τα αντιδεξιά κόμματα να αθροίσουν μεγαλύτερα ποσοστά από τα κόμματα της Δεξιάς. Η πρώτη προϋπόθεση του κ. Τσίπρα υπαγορεύεται αποκλειστικά από μια λογική δικομματισμού που μόνο σκοπό έχει να συγκρατήσει το ΣΥΡΙΖΑ ως δεύτερο κόμμα για να ξαναγίνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Όμως αυτό δεν είναι προϋπόθεση «κυβερνητικής αλλαγής». Το ίδιο μπορεί να συμβεί και αν το ΚΙΝΑΛ εκλεγεί δεύτερο κόμμα.
Ποιο είναι το κομματικό σύστημα της κρίσης;
Αν ως εδώ κατέστη σαφές γιατί η Ελλάδα δεν έχει «δικομματισμό», τότε ποιο κομματικό σύστημα μάς κληροδότησε η κρίση; Παρότι σεβαστή, η ερμηνεία που θεωρεί το νέο σύστημα «πολυκομματικό», όπως υποστηρίζω από το 2017,i δεν είναι πειστική. Αν, λ.χ. η ΝΔ σχηματίσει ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση, τότε πιθανόν να αποδειχτεί ότι από το 2019 βρισκόμαστε ήδη σε ένα σύστημα του «κυρίαρχου κόμματος», όπως εκείνο του 1952-63 με το Συναγερμό/ΕΡΕ. Φυσικά, δύο αλλεπάλληλες νίκες του κ. Μητσοτάκη δεν αρκούν για να εδραιώσουν ένα τέτοιο σύστημα, όμως αν η ΝΔ σχηματίσει ξανά αυτοδύναμη κυβέρνηση δύσκολα θα μπορούμε να μιλάμε για «πολυκομματισμό». Ταυτόχρονα, αν στις επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές προκύψει κυβέρνηση ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ, τότε σημαίνει ότι έχουμε «τρικομματικό» σύστημα. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη σε ένα σταυροδρόμι όπου ο χαρακτήρας του κομματικού συστήματος δεν έχει αποκρυσταλλωθεί.
Αυτό επιβεβαιώνει και το γεγονός ότι την περίοδο 2011-19 λειτούργησε ένα υβριδικό σύστημα, το οποίο παράπεε ανάμεσα στον πολυκομματισμό και το σύστημα «δύο-συν-δύο», χωρίς ωστόσο να είναι κανένα από αυτά. Επομένως, το μόνο βέβαιο είναι ότι μετά το 2011, το ελληνικό κομματικό σύστημα ακόμη δεν έχει εκλάβει σαφή χαρακτηριστικά, διότι βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς μετάβασης. Αυτός ο μεταβατικός και ασταθής χαρακτήρας αντακλά τις ισχυρές επιδράσεις που ασκεί πάνω του η οικονομική και πολιτική κρίση, που ακόμη δεν έχει παρέλθει.
Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από ένα ακόμη κεντρικό χαρακτηριστικό που, δυστυχώς, σχεδόν ποτέ δεν αναφέρεται. Από το 2009, το κομματικό μας σύστημα διέπεται από έναν υψηλότατο ρευστότητας, δηλαδή το ποσοστό ψηφοφόρων που ψηφίζει κάθε φορά άλλο κόμμα από εκείνο που ψήφισε τις προηγούμενες εκλογές είναι αντικανονικά αυξημένο. Κατά το Δείκτη Pedersen, την εποχή του δικομματισμού (1977-2009) η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο εκλογική ρευστότητα γύρω στο 10%. Η Δ’ Γαλλική Δημοκρατία (1946-58), ένα σύστημα σε πολιτική κρίση, που είχε το υψηλότερο ποσοστό ρευστότητας που κατέγραψε το 1979 ο δημιουργός του Δείκτη, ο ψηφολόγος Morgens Petersen, έφτανε το 16,8%. Στην Ελλάδα της κρίσης, στις πέντε αναμετρήσεις που είχαμε το 2012-19, η εκλογική ρευστότητα εκτινάχθηκε στο μέσο ποσοστό-ρεκόρ του 21%! Τέτοια μεγάλη και διαρκής κινητικότητα ψηφοφόρων δεν επιτρέπει σε ένα κομματικό σύστημα να σταθεροποιηθεί, διότι ο αριθμός πολιτών που δεν ταυτίζονται πλέον με κάποιο κόμμα είναι τεράστιος. Αυτό, ασφαλώς, είναι προϊόν της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, που ακόμα καθορίζει τη λειτουργία του κομματικού μας συστήματος.
Συμπέρασμα
Οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν συγκεκριμένες συνέπειες στον τρόπο που σκέφτονται και ψηφίζουν οι πολίτες. Κυρίως επιβεβαιώνουν αυτό που βλέπουν ήδη όσοι φεύγουν από το ΣΥΡΙΖΑ και στρέφονται προς το ΚΙΝΑΛ, ότι δηλαδή οι πολίτες μπορούν και πρέπει να εγκαταλείψουν τη νοοτροπία του δικομματισμού, διότι σε ένα σύστημα μη δικομματικό, η λογική αυτή είναι άχρηστη και αφελής. Με απλά λόγια, καταλαβαίνουν ότι σήμερα η τακτική ψήφος στην Ελλάδα είναι νεκρή. Γι’ αυτό, στις επόμενες εκλογές, όποιος θέλει να φύγει η Δεξιά, δεν έχει κανένα λόγο να ψηφίσει τακτικά το δεύτερο κόμμα, όποιο κι αν είναι αυτό. Μπορεί εξίσου αποτελεσματικά να συμβάλλει στο ίδιο αποτέλεσμα ψηφίζοντας οποιοδήποτε αντιδεξιό κόμμα της προτίμησής του, αφού η μόνη κυβέρνηση που μπορεί να αντικαταστήσει τον κ. Μητσοτάκη θα είναι μια κυβέρνηση συνασπισμού. Αυτό είναι ένα σημαντικό κεκτημένο για τους πολίτες, αφού τους παρέχει επιτέλους την ελευθερία να ψηφίζουν θετικά, δηλαδή με βάση τις αρχές και την ιδεολογία τους και όχι το φόβο και το μίσος του αντιπάλου. Ταυτόχρονα, είναι και ένα μεγάλο μάθημα για τις πολιτικές ελίτ, που αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αντιληφθούν ότι οι εκλογικές πελατείες δεν είναι δεδομένες και ότι οι αρχηγισμοί δεν οδηγούν πουθενά.
*Επίκουρος καθηγητής στο Coventry University και επισκέπτης ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.