Jackson Pollock or Jack the Dripper
Γυρνώντας την πλάτη του στο συμβατικό, ο Τζάκσον Πόλοκ ή αλλιώς Jack the Dripper, στράφηκε προς το περίπλοκο, το απροσδιόριστο, καταφέρνοντας έτσι να δημιουργήσει ένα νέο και αντισυμβατικό τρόπο έκφρασης. Γεννήθηκε στο Ουαϊόμινγκ και μεγάλωσε στην Αριζόνα και την Καλιφόρνια. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και σπούδασε με τον Τόμας Μπέντον στο Art Students League. Επηρεάστηκε από το στυλ του Benton και του Ryder, και αργότερα από τους Μεξικανούς ζωγράφους και τον Πικάσο.
Ξεκίνησε πίνακες με θέματα όπως η τελετουργική βία ή η σεξουαλικότητα, αλλά σταδιακά στις αρχές του 1940 προχώρησε σ’ ένα εντελώς αφηρημένο στυλ και πολύ γρήγορα του δόθηκε ο τίτλος του «αφηρημένου εξπρεσιονισμού». Το 1944 παντρεύτηκε τη ζωγράφο Λι Κράσνερ και ένα χρόνο αργότερα μετακόμισαν στο Λονγκ Άιλαντ. Η Κράσνερ εργαζόταν για τη συντήρησή τους, ενώ ο Πόλοκ αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Εκτός από την καλλιτεχνική υποστήριξη, η Κράσνερ τον βοήθησε έμπρακτα, καθώς ήταν υπεύθυνη για την προώθηση των έργων του στις διάφορες γκαλερί, στρέφοντας το ενδιαφέρον πολλών κριτικών και καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου φωτογράφου και γραφίστα Χέρμπερτ Μάτερ, προς τη τέχνη του συζύγου της. Το ζευγάρι έμεινε μαζί, παρά τα πολλά προβλήματα απόρροια της εξάρτησης του Πόλοκ από το αλκοόλ, μέχρι το θάνατό του.
Εκτός από την κουλτούρα των ιθαγενών και το έργο άλλων καλλιτεχνών όπως του Πικάσο, του Μιρό και της Τζάνετ Σόμπελ, ο Πόλοκ ήταν εμφανώς επηρεασμένος από το έργο της συζύγου του, η οποία, κατά πολλούς ερευνητές, φαίνεται να δίδαξε στο σύζυγό της τα δόγματα της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης. Άλλωστε, τα έργα της Κράσνερ και το ενδιαφέρον της για το κολάζ βρίσκουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά στα έργα του Πόλοκ, οδηγώντας ακόμα και τον καταξιωμένο κριτικό τέχνης John Bernard Myers να δηλώσει ότι: «δεν θα υπήρχε ποτέ ο Τζάκσον Πόλοκ, χωρίς τη Λι». Φυσικά, η επιρροή ήταν αμφίδρομη, αφού και οι δύο ανήκαν στο ρεύμα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Οι πίνακές του με την τεχνική “dripping” εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1948 στην Betty Friedman Gallery και έτυχαν καθολικής καλλιτεχνικής αναγνώρισης. Το περιοδικό Time φιλοξένησε εκτενές άρθρο για τον Πόλοκ το 1951, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό καλλιτέχνη». Η τεχνική του “dripping” διήρκησε από το 1947 έως το 1950. Πρόκειται για τεχνική στην οποία έχοντας τοποθετήσει τους πίνακες στο πάτωμα, έσταζε -εξού και “ντρίπινγκ”- τις μπογιές από ψηλά. Η ιδιαιτερότητα των έργων με αυτήν την τεχνική είναι η συμμετρία κλίμακας που εντοπίζεται, όσο χαοτικοί κι αν φαίνονται. Μάλιστα, χρησιμοποιούσε φράκταλ δομή και, σύμφωνα με τους ερευνητές, κάθε στρώση χρώματος αντιστοιχεί και σε ένα φράκταλ σχήμα. Έτσι, οι πίνακες του Πόλοκ είναι αδύνατον να αντιγραφούν επακριβώς από μιμητές.
Ο ίδιος είχε πει «Μου αρέσει να δουλεύω σε μεγάλους καμβάδες. Αισθάνομαι πιο πολύ σπίτι μου, πιο ελεύθερος σε μία μεγάλη επιφάνεια. Έχοντας τον καμβά στο πάτωμα, αισθάνομαι πιο κοντά, ένα τμήμα του πίνακα. Όταν ζωγραφίζω έχω μία γενική επίγνωση του τι κάνω. Μπορώ να χειριστώ τη ροή της ζωγραφικής. Δεν υπάρχει κανένα ατύχημα, αφού δεν υπάρχει καμία αρχή και κανένα τέλος. Κάποιες φορές χάνω τον πίνακα, αλλά δεν έχω τον φόβο των αλλαγών, της καταστροφής της εικόνας, γιατί το έργο έχει τη δική του ζωή. Εγώ προσπαθώ να το αφήσω να ζήσει.»
Οι πίνακές του μετά το 1951 διαφοροποιήθηκαν και χαρακτηρίζονταν από περισσότερο σκοτεινά χρώματα. Τα έργα του δεν είναι απλοί πίνακες ζωγραφικής. Είναι η αποτύπωση του ασυνείδητου ενός ανθρώπου, που πάλευε με τους εσωτερικούς του δαίμονες, θέλοντας ίσως να φτάσει στη δική του προσωπική κάθαρση. Ο ζωγράφος που έκανε βουτιά στο ανθρώπινο ασυνείδητο σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, οδηγούσε μεθυσμένος.
Τζάκσον Πόλοκ (28 Ιανουαρίου 1912-11 Αυγούστου 1956)