Η χειροτονία του Επισκόπου Κερασούντος Ευμενίου στο Σύδνεϋ
«Η αγάπη σώζει. Όλα τα άλλα οδηγούν στο σκοτάδι και στη φθορά». Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ.κ. Μακαρίου, κατά τον νουθετήριο λόγο του προς τον νέο Επίσκοπο Κερασούντος, Θεοφιλέστατο κ. Ευμένιο, η χειροτονία του οποίου τελέστηκε το πρωί του Σαββάτου, 20 Νοεμβρίου, στον Ι.Ν. Αγίου Νικολάου, στο προάστιο Marrickville του Σύδνεϋ. Ο Αρχιεπίσκοπος προεξήρχε της Θείας Λειτουργίας και τέλεσε τη χειροτονία πλαισιούμενος από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δέρβης κ. Ιεζεκιήλ και από τους Θεφιλεστάτους Επισκόπους Μιλητουπόλεως κ. Ιάκωβο, Μελόης κ. Αιμιλιανό, Κυανέων κ. Ελπίδιο, Σινώπης κ. Σιλουανό, Σωζοπόλεως κ. Κυριακό και Μαγνησίας κ. Χριστόδουλο.
Το χαρμόσυνο αυτό γεγονός για την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Αυστραλίας τίμησε με την παρουσία του ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος του Σύδνεϋ κ. Anthony Fisher, τον οποίο ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Μακάριος ευχαρίστησε θερμά στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και του ευχήθηκε να έχει δύναμη και έμπνευση από το Άγιο Πνεύμα, ώστε να συνεχίσει να επιτελεί καρποφόρα το ποιμαντικό του έργο, για το κοινό καλό της αυστραλιανής κοινωνίας. Ανάμεσα στο εκκλησίασμα βρέθηκαν, επίσης, ο Ύπατη Αρμοστής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αυστραλία, κ. Μάρθα Μαυρομμάτη, οι Γεν. Πρόξενοι της Ελλάδος στο Σύδνεϋ και τη Μελβούρνη, κ.κ. Χρήστος Καρράς και Εμμανουήλ Κακαβελάκης, και ο κατά σάρκα αδελφός του Οικουμενικού Πατριάρχου, κ. Νικόλαος Αρχοντώνης, με τη σύζυγό του Αικατερίνη.
Στην προσφώνησή του, ο χειροτονηθείς Επίσκοπος, αφού ευχαρίστησε τον Παναγιώτατο κ.κ. Βαρθολομαίο και τους Συνοδικούς Αρχιερείς για την προαγωγή του, αναφέρθηκε εκτενώς στα πρόσωπα που, ως διδάσκαλοι και καθοδηγητές στη ζωή του, τού ενστάλαξαν στην καρδιά την αγάπη για τον Χριστό. Μνημόνευσε πρώτα-πρώτα τους σεβαστούς γονείς του, Ιωάννη και Βασιλική, οι οποίοι, όπως αναγνώρισε έμπλεος συγκίνησης, θυσίασαν τα πάντα για να προσφέρουν στον ίδιο και στα αδέρφια του μια ζεστή χριστιανική οικογένεια.
Ακολούθως, ο Θεοφιλέστατος κ. Ευμένιος μνημόνευσε τον πρώτο πνευματικό του πατέρα, τον αείμνηστο π. Νικόλαο Μουτάφη, ο οποίος τον συμβούλευε και τον καθοδηγούσε όταν έκανε τα πρώτα εκκλησιαστικά του βήματα στην Ενορία των Αγίων Αναργύρων, στο Oakleigh της Μελβούρνης. Στην ίδια Ενορία αξιώθηκε να γνωρίσει τον τότε Βοηθό Επίσκοπο και νυν Μητροπολίτη Δέρβης κ. Ιεζεκιήλ, ο οποίος τον ενέπνευσε με τη ζωή και το παράδειγμά του, και τον παρότρυνε να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή του Αποστόλου Ανδρέου, στο Σύδνεϋ, και κατόπιν να εισέλθει στην ιερωσύνη. Ο νέος Επίσκοπος Κερασούντος εξέφρασε, επίσης, ευχαριστίες προς τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Σεβαστείας κ. Σεραφείμ, προς τον Θεοφιλέστατο Επίσκοπο Μιλητουπόλεως κ. Ιάκωβο και προς όλους τους συνεπισκόπους του, ενώ έκανε εκτενή μνεία στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας κυρό Στυλιανό, ο οποίος, ως Ποιμενάρχης και ως Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέου, συνέβαλε στο να πορευθεί προς αναζήτηση του σωστού ορθοδόξου εκκλησιαστικού φρονήματος. «Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι η πίστη δεν βρίσκεται στα μακροσκελή και τεκμηριωμένα θεολογικά δοκίμια ή στην απόκτηση γνώσεων πατερικών κειμένων, αλλά σε κάτι βαθύτερο που ανακαλύπτεται μέσα από το δεδοκιμασμένο εκκλησιαστικό φρόνημα», σημείωσε ο Θεοφιλέστατος και συνέχισε: «Πολύ γρήγορα ανακάλυψα αυτήν την αλήθεια μέσα από τη δική του καθημερινή ζωή και διδασκαλία. Δηλαδή, το να γίνεσαι δέκτης των αποκαλυπτικών μηνυμάτων του Ευαγγελίου δίχως να καινοτομείς, δίχως να επιδιώκεις την αναγνώριση των άλλων. Θα είμαι εφ’ όρου ζωής υπόχρεος στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό για ό,τι με εδίδαξε και κυρίως που με χειροτόνησε στον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης».
Από την ομιλία του νεοχειροτονηθέντος Επισκόπου δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η αναφορά στην ενορία όπου διακόνησε για 12 συναπτά έτη, την Ενορία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στο Thomastown της Μελβούρνης. Εξέφρασε αισθήματα αγάπης προς όλους τους ανθρώπους της Ενορίας, ενώ ενθυμήθηκε με συγκίνηση πως εκεί πρωτογνώρισε και τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο κ.κ. Μακάριο. «Έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου», διηγήθηκε, «εκείνο το εσπέρας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, όταν, μετά τον Εσπερινό, βαδίζαμε μαζί και συνομιλούσαμε ωσάν πατέρας με υιό. Μια εικόνα που σκιαγραφούσε στα μάτια μου την εικόνα της πορείας του Παύλου προς τη Δαμασκό. Εκθαμβωτική μεν, αλλά ταυτόχρονα αλλοιωτική». «Έκτοτε η παρουσία σας αποτελεί πηγή έμπνευσης και προσανατολισμού για την αναξιότητά μου», σημείωσε απευθυνόμενος με υιική αγάπη και σεβασμό προς τον Ποιμενάρχη του, ενώ τον διαβεβαίωσε πως «θα προσπαθώ πάντοτε να μιμούμαι το παράδειγμά σας και να το ενστερνίζομαι στη νέα μου διακονία και αποστολή». Ολοκλήρωσε δε την προσφώνησή του με την υπόσχεση «να υπηρετήσω με όλες τις δυνάμεις μου το όραμα που έχετε στην καρδιά σας για την τοπική μας Εκκλησία».
Από την πλευρά του, ο Αρχιεπίσκοπος κ.κ. Μακάριος απηύθυνε λόγους πατρικούς και πνευματικές νουθεσίες στον χειροτονούμενο Επίσκοπο, τονίζοντάς του καταρχάς ότι το υψηλό υπούργημα που αναλαμβάνει, πέρα από την τιμή με την οποία περιβάλλεται, συνοδεύεται και από πολλές ευθύνες και υποχρεώσεις έναντι του Θεού και των ανθρώπων. «Βασική και πρωταρχική ευθύνη του κάθε Επισκόπου είναι να υπηρετήσει τον κόσμο του “εμείς”», υπογράμμισε και συνέχισε: «Πιο σωστά, ο Επίσκοπος καλείται να υπηρετήσει το έργο της αγάπης. Όχι με έναν τρόπο υποκειμενικό ή με μια τέχνη την οποία μαθαίνει διαβάζοντας ένα διδακτικό εγχειρίδιο. Το έργο της αγάπης το διακονούμε με τη θυσία και την κένωση του εαυτού μας». Επισημαίνοντας ότι τέτοια ήταν και η εξουσία του Χριστού όταν ήρθε στον κόσμο, απολύτως κενωτική, παρακάλεσε τον Θεοφιλέστατο κ. Ευμένιο να ξεκινήσει το νέο του πνευματικό ταξίδι, συντροφιά με τον Χριστό, «ακολουθώντας το δικό Του αγαπητικό πρότυπο και όχι τα ανθρώπινα πρότυπα». «Να ξέρεις ότι δε θα σωθείς επειδή έκανες κάποια σπουδαία πράγματα», του επισήμανε, «θα σωθείς εάν αγαπήσεις και εάν αγαπηθείς».
Με την ευχή να γίνει Επίσκοπος «όλος φως, όλος αγάπη, όλος στοργή, όλος ευσπλαχνία και όλος ταπείνωση», δήλωσε προς τον Θεοφιλέστατο την εμπιστοσύνη του ότι διαθέτει τα πνευματικά εφόδια και τις προϋποθέσεις για να προοδεύσει και να φανεί αντάξιος των προσδοκιών της Εκκλησίας. Επαίνεσε, εξάλλου, την εργατικότητα και την οργανωτικότητα που έχει δείξει ως Αρχιεπισκοπικός Επίτροπος Νορθ-Κόουτ, καθώς επίσης τη θεολογική του συγκρότηση και την αφοσίωσή του προς τη Μητέρα Εκκλησία, τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον Αρχιεπίσκοπό του. «Κράτησες την Ορθόδοξη Εκκλησία ψηλά κατά την περίοδο της πανδημίας», ανέφερε μεταξύ άλλων, «βοήθησες αποτελεσματικά στην αποκατάσταση του σχολείου του Αγίου Ιωάννου και κυρίως ανταποκρίθηκες πλήρως στις προσδοκίες μου από τη στιγμή που σε διόρισα πρόεδρο της Βασιλειάδος στη Μελβούρνη, σε μια δύσκολη περίοδο την οποία ακόμη προσπαθούμε να υπερβούμε». «Όλα τα χαρίσματα τα οποία έχεις λάβει πλούσια από τον Θεό και τα οποία έχεις καλλιεργήσει και πολλαπλασιάσει, προοιωνίζουν μια λαμπρή πορεία για τη δόξα του Χριστού και της Αγίας μας Εκκλησίας», κατέληξε ο Σεβασμιώτατος.