‘Αρθρα

Το λυπημένο λυκάκι

 

Maria Moschou

Μεγάλη μέρα ξημερώνει. Η ημέρα της γιορτής του. Το λυκάκι όμως δε γιορτάζει τη γιορτή του εδώ και χρόνια. Για εκείνο δεν είναι πια μέρα χαράς και διασκέδασης, αλλά βαθύτατης λύπης. Αναρωτιέται μέσα του, γιατί να συμβαίνουν τόσο άδικα πράγματα στη ζωή. Κάθεται σε ένα βραχάκι μόνο του. Αυτή η μέρα είναι μόνο δική του. Δε θέλει να τη μοιράζεται με κανέναν. Ανήκει μόνο σε εκείνο και τη μαμά του. Τη μαμά του?

Αλήθεια πρόλαβε να τη χορτάσει? Να χορτάσει τη μυρωδιά και την αγκαλιά της? Πρόλαβαν να παίξουν, να γελάσουν μαζί? Από πολύ μικρό αναγκάστηκε να το αφήσει με τη γιαγιά του, γιατί εκείνη και ο μπαμπάς λύκος έπρεπε να φύγουν μακριά για να δουλέψουν. Το μικρό λυκάκι έμεινε με τη γιαγιά. Εκείνη το μεγάλωσε, εκείνη το ντάντεψε, εκείνη του έμαθε να μιλάει, να περπατάει, να στέκεται όρθιο. Η καρδούλα του όμως πάντα φτερούγιζε όταν ερχόταν η μαμά του η λύκαινα να το δει και να το αγκαλιάσει.

Του έλειψε πολύ η μαμά του, κι εκείνης της έλειψε, αλλά όταν μεγάλωσε λίγο, εκείνη δεν  ήξερε πια πώς να το πλησιάσει. Και το λυκάκι ήταν πολύ θρυμμένο μέσα του κι ας αγαπούσε τόσο πολύ τη μαμά του.  Ποτέ δε μπόρεσε να εξηγήσει, γιατί το άφησαν.

Και τώρα ξημερώνει πάλι εκείνη η άγια ημέρα της γιορτής του. Εκείνη η μέρα που όλοι στο σπίτι γελούσαν και του ευχόταν να ζήσει και να γίνει μεγάλο και τρανό. Και το λυκάκι έγινε μεγάλο και τρανό, αλλά δεν το καταλάβαινε, γιατί στη ζωή του ήρθαν πολλές αναποδιές.

Έγινε ένας σοφός, δραστήριος και ευαίσθητος λύκος και όλοι τον εκτιμούσαν. Είχε πολλούς φίλους και τύγχανε μεγάλης αναγνώρισης. Κανείς όμως δεν ήξερε τον πόνο της καρδιάς του.

Μία  μέρα καθόταν με τη φίλη του την αλεπουδίτσα και καταστρώνανε σχέδια για να βοηθήσουν τα μικρά ζωάκια που υπέφεραν στο δάσος.  Είχαν και οι δυο μία μεγάλη ευαισθησία για τα μικρά ζωάκια που έμεναν μόνα τους, καθώς και την αλεπουδίτσα την είχαν αφήσει μικρή οι γονείς της κι έφυγαν μακριά από το βασίλειό τους για να δουλέψουν. «Ξέρεις κάτι?» , λέει ο λύκος στη φίλη του,     « η μητέρα μου αρρώστησε τη μέρα των γενεθλίων μου και πέθανε τη μέρα της γιορτής μου και από τότε δε γιορτάζω πια ποτέ ούτε τα γενέθλιά μου ούτε τη γιορτή του».

Η φίλη του έμεινε αποσβολωμένη. Τι να πει στον καλό της φίλο? Υπάρχουν λόγια που μπορούν να μαλακώσουν αυτόν τον πόνο?

«Τι να ήθελε άραγε να μου πει αυτή η γυναίκα?» αναρωτήθηκε ο λύκος. Από το στόμα της αλεπουδίτσας δεν έβγαινε μιλιά. Μπροστά της πέρασε όλο το παράπονο για τη δική της μαμά και δόξασε το Θεό που δεν της είχε συμβεί κάτι παρόμοιο και οι γονείς της ζούσαν ακόμη.

Και να που για άλλη μια χρονιά ήρθε εκείνη η μέρα. Ο μοναχικός λύκος πια, κλείνεται στον εαυτό του και αφιερώνει αυτή την ημέρα μόνο σε κείνον και σε κείνην.  Οι δυο τους. Πάντα με το ίδιο ερώτημα στην καρδιά. « Τι ήθελες άραγε να μου πεις? Δεν ήμουν καλός μαζί σου? Ήθελες να με τιμωρήσεις? Γιατί διάλεξες τις δύο πιο σημαντικές μέρες της ζωής μου?»

Ερωτήματα που ίσως μείνουν για πάντα αναπάντητα για το μικρό λυκάκι, γιατί όσο και να έχει μεγαλώσει, μέσα του παραμένει το μικρό λυκάκι που έχει ανάγκη τη μαμά του.

«Από την άλλη βέβαια ίσως αυτό ήταν και η ένδειξη της μεγαλύτερης αγάπης μιας μάνας προς το παιδί της. Οι μανάδες συχνά δε μιλάνε, κλαίνε βουβά μέσα τους, μετανιώνουν για τα λάθη τους, αλλά δεν είναι εύκολο να το παραδεχτούν.

Ίσως …..ίσως η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης να είναι η θυσία της ίδιας τους της ζωής. Ίσως θυσιάζοντας τον εαυτό τους, εξιλεώνονται μέσα τους και φεύγουν αναπαυμένες.  Και σίγουρα, εάν βλέπουν από εκεί ψηλά τα παιδάκια τους, θέλουν να τα βλέπουν χαρούμενα και ευτυχισμένα, θέλουν να τμήσουν τη θυσία τους. Ίσως τελικά αυτή είναι η μεγαλύτερη ένδειξη αγάπης της μάνας και όχι τιμωρίας….»

Όλα αυτά ήθελε να πει η αλεπουδίτσα στο φίλο της, αλλά δεν τον ενόχλησε…Τον άφησε να κάθεται εκεί στο βράχο μόνο του, με τις σκέψεις του…Μόνο του….με τη μητέρα του…να πουν όσα δεν πρόλαβαν να πουν… και που ξέρει…ίσως του στείλει κάποιο σημάδι για την τεράστια αγάπη της που δεν πρόλαβε να του δείξει ενώ ζούσε….

 

Παραμύθια για μεγάλους Μ.Μ

Αφήστε μια απάντηση