Νέα Ομογένεια

60 Χρόνια Εθνική Φρουρά Κύπρου

Χαιρετισμός του Υπουργού Άμυνας κ. Βασίλη Πάλμα στην επετειακή εκδήλωση με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς

Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση παρευρίσκομαι σήμερα μαζί σας, εκ μέρους του Προέδρου του Δημοκρατίας κ. Νίκου Χριστοδουλίδη, στην επετειακή εκδήλωση που διοργανώνει ο Σύνδεσμος Αποστράτων Αξιωματικών Κυπριακού Στρατού, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 60 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος λόγω άλλων υποχρεώσεων δεν κατέστη δυνατόν να παρευρεθεί, σας μεταφέρει την ευγνωμοσύνη και τις ευχαριστίες του για την πολύ τιμητική πρόσκληση να παραστεί και να χαιρετίσει τη σημερινή εκδήλωση.

Γιορτάζουμε φέτος 60 χρόνια από την ίδρυση της Εθνικής Φρουράς. Έξι δεκαετίες αμέριστης και αξιέπαινης προσφοράς στον αγώνα υπεράσπισης της ελευθερίας και της εδαφικής ακεραιότητας της πατρίδας μας και εμπέδωσης του αισθήματος της ασφάλειας, που προάγει την ευημερία των πολιτών μας.

Ας μην λησμονούμε ότι η ασφάλεια και η ευημερία συνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται.

Παρέχοντας ύψιστη ασφάλεια στους πολίτες από εσωτερικές και εξωτερικές απειλές, δημιουργούνται οι συνθήκες εκείνες, που επιτρέπουν στο κράτος την παροχή βασικών υπηρεσιών στους πολίτες, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η στέγαση και η απασχόληση, καθώς επίσης και η κοινωνική δικαιοσύνη και η παροχή ίσων ευκαιριών.

Κυρίες και κύριοι,

Όταν στις 16 Αυγούστου 1960 η Κυπριακή Δημοκρατία αποκτούσε επίσημα την ανεξαρτησία της, η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει αφορούσε στη δυνατότητα των κρατικών θεσμών να λειτουργήσουν υπό το μοντέλο του δικοινοτικού συνεταιριστικού πλαισίου.

Σύμφωνα με το άρθρο 129 του Κυπριακού Συντάγματος προβλεπόταν η συγκρότηση στρατού, που θα αποτελείτο συνολικά από 2.000 άνδρες (1.200 Ελληνοκύπριους και 800 Τουρκοκύπριους).

Όμως, ένεκα της αξίωσης των Τουρκοκυπρίων για τη συγκρότηση των Λόχων του Κυπριακού Στρατού με αμιγώς κοινοτική σύνθεση, η οποία αντίκειτο στην πρόνοια του Συντάγματος για μεικτή σύνθεση, αυτή η υποχρέωση δεν υλοποιήθηκε. Η ελληνοκυπριακή πλευρά παρέμεινε σταθερή στη θέση της, για πιστή εφαρμογή του Συντάγματος, αξιώνοντας την τήρηση της δικοινοτικότητας σε κάθε μορφή συγκρότησης του Κυπριακού Στρατού.

Την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τήρηση της Συνθήκης Συμμαχίας, δηλαδή την ενιαία/μεικτή σύνθεση, ακολούθησε η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της αρνησικυρίας από τον αντιπρόεδρο Fazıl Küçük, οδηγώντας την προσπάθεια σε αδιέξοδο και διακόπτοντας κάθε άλλη [προσπάθεια] για σύσταση του Στρατού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα.

Στις 21 Δεκεμβρίου 1963, ομάδες ενόπλων, που εν τω μεταξύ εκπαιδεύονταν μυστικά και από τις δύο πλευρές, προχώρησαν σε ένοπλη σύγκρουση στην οδό Ερμού στη Λευκωσία, που οδήγησε σε γενικευμένα επεισόδια σε όλες τις πόλεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη των θέσεων που κατείχαν οι Τουρκοκύπριοι στη δημόσια υπηρεσία, την περιχαράκωσή τους σε θύλακες και τον de facto διαχωρισμό της Λευκωσίας με τη χάραξη της Πράσινης Γραμμής από τα Ηνωμένα Έθνη.

Μετά την επέκταση της σύγκρουσης σε όλη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και ένεκα της γεωγραφικής εγγύτητας της Τουρκίας και των απειλών που εκτόξευε για εισβολή, λήφθηκε απόφαση για καλύτερη στελέχωση των ελληνοκυπριακών ενόπλων δυνάμεων. Στις 25 Φεβρουάριου 1964 εξαγγέλθηκε ραδιοφωνικά η δημιουργία της Εθνοφυλακής, της εθελοντικής Εθνικής Φρουράς (Ε.Φ.).

Παρόλο που η εθελοντική Εθνική Φρουρά ανταποκρίθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό στα καθήκοντά της, κάποια στοιχεία, όπως η εθελοντική κατάταξη, αλλά και οι συγκρούσεις που συνεχίστηκαν κατά τους πρώτους μήνες του 1964 στη Λεμεσό, στην Πάφο, στον Άγιο Σωζόμενο και στον Πενταδάκτυλο επέβαλλαν την καλύτερη οργάνωση και την υποχρεωτική στρατολογία.

Στις 13 Μαρτίου 1964, σε συνάντηση αντιπροσωπειών των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας στην Αθήνα, αποφασίσθηκε, μεταξύ άλλων, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας να οριστεί ως επικεφαλής του ιδρυθέντος Ειδικού Μικτού Επιτελείου Κύπρου (Ε.Μ.Ε.Κ.), το οποίο είχε ως αποστολή να «επιλαμβάνεται παντός στρατιωτικού ζητήματος διά την Κύπρον». Αυτό αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου και την αφετηρία για τη συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς. Ταυτόχρονα, αποφασίσθηκε η δημιουργία της Στρατιωτικής Διοίκησης Κύπρου (Σ.ΔΙ.Κ), η οποία μετονομάστηκε αργότερα σε Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, καθώς επίσης η αποστολή μίας ελληνικής Μεραρχίας πλήρους συνθέσεως στο νησί.

Η ταυτόχρονη παρουσία τριών διοικήσεων στην Κυπριακή Δημοκρατία, του ΓΕΕΦ, της ΕΛΔΥΚ και της Μεραρχίας, δημιούργησε ζήτημα για ποιος θα ηγείτο και προς τούτο αποφασίστηκε η δημιουργία της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοίκησης Αμύνης Κύπρου (Α.Σ.Δ.Α.Κ), η οποία λειτούργησε ως «ανωτέρα αρχή».

Στις 8 Μαΐου του ίδιου έτους, ο τότε γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας Κρίτων Τορναρίτης κατέθεσε σχετική πρόταση νόμου, με την οποία προνοούνταν η συγκρότηση στρατιωτικών Μονάδων.

Τις επόμενες μέρες, στο Υπουργικό Συμβούλιο κατατέθηκε «Ο περί της Εθνικής Φρουράς Νόμος του 1964», ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή των αντιπροσώπων την 1ην Ιουνίου 1964.

Βάσει του νόμου προβλεπόταν πλέον υποχρεωτική εξάμηνη στρατιωτική θητεία, η οποία αυξήθηκε σε δωδεκάμηνη τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους λόγω της έκρυθμης κατάστασης για όσους «από της 1ης Ιανουαρίου του έτους καθ’ ο συνεπλήρωσαν το δέκατον όγδοον έτος της ηλικίας των…».

Στα πρώτα βήματα της Ε.Φ. καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα στελέχη του Κυπριακού Στρατού, που αποσπάστηκαν στην Εθνική Φρουρά. Επιπρόσθετα, πολύ σημαντική υπήρξε και η ενίσχυση από την Ελλάδα τόσο σε έμψυχο δυναμικό όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή.

Η Τουρκία, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1964, προετοίμασε στρατιωτικά την περιοχή της Τηλλυρίας, με τη μεταφορά σημαντικού αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων και μεγάλων ποσοτήτων οπλισμού και πυρομαχικών στον θύλακα των Κοκκίνων. Αποκορύφωμα των ενεργειών της αποτέλεσε η κατάληψη του στρατηγικής σημασίας υψώματος «Λωρόβουνος» στις 9 Ιουλίου 1964, που έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρης της γύρω περιοχής.

Οι ενέργειες των Τούρκων κατέδειξαν προπαρασκευή αρχικά, στρατιωτικής απόβασης, ακολούθως, διεύρυνσης του θύλακα των Κοκκίνων και συνένωσής του με αυτόν της Λεύκας, και ακολούθως με αυτόν της Λευκωσίας-Κιόνελι.

Για αποσόβηση του κινδύνου διεύρυνσης του θύλακα και κατ’ επέκταση ελέγχου μεγάλης γεωγραφικής έκτασης, στοιχείο το οποίο θα συντελούσε στη σταδιακή αποσταθεροποίηση του κυπριακού κράτους, αποφασίστηκε η άμεση επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων για αποτροπή των τετελεσμένων.

Δυνάμεις της νεοσύστατης Εθνικής Φρουράς, συνεπικουρούμενες από δυνάμεις εθελοντών, κινητοποιήθηκαν και διεξήγαγαν στρατιωτική επιχείρηση, με την οποία, αφού ανακατέλαβαν τα υψώματα που δέσποζαν στην περιοχή, τα οποία είχαν καταληφθεί το προηγούμενο διάστημα από τις τουρκικές δυνάμεις, ανάγκασαν τους Τούρκους να υποχωρήσουν στον θύλακα των Κοκκίνων.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, στις 8 και 9 Αυγούστου, η Τηλλυρία να δεχθεί τον ανηλεή βομβαρδισμό από την τουρκική αεροπορία, η οποία έσπειρε τον θάνατο και τον όλεθρο.

Μετά τις μάχες στην Τηλλυρία, σταδιακά, τη θέση των εθελοντικών τμημάτων πήρε ο τακτικός στρατός και οι κληρωτοί εθνοφρουροί σταδιακά αντικατέστησαν τους εθελοντές.

Μέχρι το 1974 ακολούθησε μια ερεβώδης δεκαετία, η οποία χαρακτηρίστηκε από τη συνέχιση των συγκρούσεων, την ανάδυση εσωτερικών μηχανορραφιών και την εμφάνιση διχαστικού κλίματος. Τα γεγονότα της Κοφίνου του 1967 οδήγησαν στη διάλυση της ΑΣΔΑΚ και στην αποχώρηση της Μεραρχίας. Τραγικό επακόλουθο τούτων αποτέλεσε το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974.

Παρά τις πολύ σημαντικές δυσχέρειες και ελλείψεις σε εξοπλισμό, υλικά και μέσα, οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τίμησαν τον όρκο που έδωσαν και κατέβαλαν το άπαν των δυνάμεών τους για απόκρουση του εισβολέα.

Χωρίς υποστήριξη στις πλείστες των περιπτώσεων, πολέμησαν με σθένος απέναντι στις καταφανώς ισχυρότερες δυνάμεις του Αττίλα, προσφέροντας τις ζωές τους ως θυσία στον βωμό της ελευθερίας της πατρίδας μας.

Κυρίες και κύριοι,

Τα χρόνια που ακολούθησαν την καταστροφή του 1974, οι Κύπριοι και οι Ελλαδίτες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ανέλαβαν την ευθύνη ανασυγκρότησης της Εθνικής Φρουράς και εκπαίδευσης του προσωπικού της.

Σήμερα, 60 χρόνια μετά την ίδρυση της δύναμης και με την τουρκική κατοχή να υφίσταται, αλλά και με την ανάδυση νέων ασύμμετρων απειλών, η Εθνική Φρουρά έχει αναλάβει έναν πολυσχιδή ρόλο. Οι προκλήσεις, στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί, είναι πολλές. Η γνώση του παρελθόντος και της ιστορικής της πορείας αποτελεί την πυξίδα που την καθοδηγεί.

Οφείλουμε να αντλήσουμε τα διδάγματα της θυσίας και να συνεχίσουμε να βαδίζουμε στην πορεία που χάραξαν οι ήρωές μας. Στην πορεία που βάδισαν υπερήφανα, με ακραιφνή παλικαριά και ατελεύτητο ψυχικό απόθεμα οι πεσόντες και αγνοούμενοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες της Εθνικής Φρουράς, οι οποίοι τήρησαν τον όρκο τους και αγωνίστηκαν μέχρις εσχάτων για την υπεράσπιση της ελευθερίας της πατρίδας.

Αντλώντας το μήνυμα της θυσίας τους, κλίνουμε το γόνυ στις σεπτές μορφές τους και δηλώνουμε απερίφραστα ότι, με την ίδια πίστη και την ίδια αποφασιστικότητα, θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε την επίτευξη των ύψιστων εθνικών μας στόχων.

Χρόνια πολλά στην Εθνική Φρουρά.

Σας ευχαριστώ.

 

Αφήστε μια απάντηση